Ζω λίγα βήματα από την Αμμόχωστο. Η πόλη σωπαίνει εδώ και 41 χρόνια. Οξειδώνεται στα δάκρυα της καρτερίας μας. Αποσυντίθεται στην πίκρα της απραξίας μας. Απραξίας έναντι του χρέους. Γιατί είναι χρέος να σου παραδίδουν μια πατρίδα, που για τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια την δούλευαν με τις αξίνες τους οι πρόγονοί σου, την πότιζαν με τον ιδρώτα τους μέρα τη μέρα, την λίπαιναν με κορμιά τους, φυσούσαν τη μυρωμένη της πνοή με τις ψυχές τους.
Σαράντα ένα χρόνια μακριά από τους τόπους μας, είναι σαράντα ένα χρόνια ήττας. Δεν έχουμε το δικαίωμα – δεν το είχαμε ποτέ- να μείνουμε άπραχτοι. Ο τόπος μας είναι ζωντανός γιατί είναι κύτταρο της καρδιάς μας και πάλλεται μαζί της. Αλλά δεν γίνεται να ζει μόνο στη μνήμη. Θα ήταν μια ανάξια υπεκφυγή, από τον αγώνα που το χρέος ορίζει να δώσουμε. Γιατί δεν πάει άλλο. Και πολύ αργήσαμε ήδη.
Γεννηθήκαμε σε τούτο το νησί, Έλληνες, Τούρκοι, Μαρωνίτες, Αρμένιοι, Λατίνοι. Η Κύπρος μας «ανάγιωσε» σαν στοργική μητέρα όλους μαζί και τούτη τη συνύπαρξη μόνο ως τύχη θα μπορούσε άνθρωπος συνετός να την εκλάβει. Ως από μόνη της παιδεία αλληλοσεβασμού κι αλληλεπίδρασης, σε μια φύσει πολυπολιτισμική κοινωνία. Μα η αποκοτιά των ανθρώπων δεν άργησε να γκρεμίσει τα πάντα. Είδαμε τη συμφορά και τη φρίκη, θρηνήσαμε πάνω σ’ ερείπια, μάνες ψάχνουν ακόμη τα παιδιά τους.
Τιμή δεν είναι πάντως για τους ήρωες μόνο οι λόγοι στα μνημόσυνα και τα στεφάνια. Είναι πάνω απ’ όλα το να ζήσουμε σε μια ελεύθερη πατρίδα, σε μια Κύπρο με σύνορό της μόνο τη θάλασσα που την περιβάλλει. ΜΙΑ χώρα, ΜΙΑ πατρίδα απ΄ τον Απόστολο Ανδρέα ως τον Ακάμα. Το χρωστάμε όχι μόνο σ’ εκείνους που μας κληροδότησαν αυτό τον τόπο, βάζοντας με το αίμα της καρδιάς τους τη σφραγίδα στη μεταβίβαση, μα πιο πολύ το χρωστάμε σ’ όλες της επερχόμενες γενιές.