Μες στη βροχή που γήτεψες να αρχίσει, κοίταξες προς τον ουρανό και ξέβαψαν τα μάτια σου και τα σε στάση ικεσίας χέρια σου αποσυντέθηκαν κι έμεινες στήλη άλατος, στην αλυκή
Όταν με πήρε στο τηλέφωνο η μάνα μου, ο παππούς είχε κιόλας φύγει. Δεν τον προλάβαινα πια. Κοίταξα απ’ το παράθυρο τον ουρανό. Τα σύννεφα μαζεύονταν με μια ασυνήθιστη σπουδή…