ΤΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 63

6:20 PM | |

Η ΤΖΕΜΑΛΙΕ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΛΥΠΗΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΒΛΑΚΕΙΑΣ

Λευκωσία, οδός Ερμού, λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Παρασκευής προς το Σάββατο της 21ης Δεκεμβρίου 1963. Περιπολικό της Αστυνομίας κόβει τον δρόμο σε ένα αυτοκίνητο στο οποίο επιβαίνουν δύο άντρες Τουρκοκύπριοι και μια ιερόδουλη, επίσης Τουρκοκύπρια, η Τζεμαλιέ. Οι Ελληνοκύπριοι αστυνομικοί θέλουν να κάνουν έλεγχο για παράνομο οπλισμό. Οι Τουρκοκύπριοι αρνούνται και γίνεται καυγάς.

Η Τζεμαλιέ τρέχει στον διπλανό τουρκομαχαλά του Αγίου Λουκά και σε χρόνο ντετέ, παρά το προχωρημένο της ώρας, λες κι ήταν έτοιμοι από καιρό, μαζεύονται στην Ερμού δεκάδες Τουρκοκύπριοι. Τα πνεύματα ανάβουν, πέφτει πιστολίδι, η Τζεμαλιέ κι ο ένας από τους δυο άντρες του αυτοκινήτου πέφτουν νεκροί. Έτσι άνοιξε η πιο μαύρη σελίδα της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου, τα γεγονότα που ονομάστηκαν “τα ματωμένα Χριστούγεννα του 63” κι οδήγησαν στην ντε φάκτο διχοτόμηση του νησιού.

Τις επόμενες ημέρες οι Τουρκοκύπριοι αποσκίρτησαν από την Κυπριακή Δημοκρατία και κλείστηκαν στους τουρκομαχαλάδες, δημιουργώντας απροσπέλαστους θύλακες, ενώ τα βίαια επεισόδια επεκτάθηκαν, στοιχίζοντας τη ζωή σε εκατοντάδες ανθρώπους, οπλισμένους και άμαχους, καθώς οι Τουρκοκύπριοι προσπάθησαν να διευρύνουν και να περιφρουρήσουν τους θύλακές τους και ιδιαίτερα το θύλακα Ομορφίτας – Αγίρτας, που περιελάμβανε και το δρόμο που ένωνε τη Λευκωσία με την Κερύνεια. Στις 30 Δεκεμβρίου και έπειτα από συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών, ο διοικητής των βρετανικών βάσεων χάραξε πάνω στο χάρτη της Λευκωσίας, με πράσινο μελάνι, την διαχωριστική γραμμή, που διχοτόμησε για πρώτη φορά την Κύπρο κι ονομάστηκε από το χρώμα του μελανιού «Πράσινη Γραμμή».

Ήταν μόλις τρία χρόνια μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, μιας χώρας που δεν αγαπούσαν πολλοί σε τούτο τον τόπο, αφού στην ελληνοκυπριακή κοινότητα η Ένωση με την Ελλάδα παρέμενε εθνικός πόθος ενώ στην τουρκοκυπριακή κοινότητα οι διχοτομικοί εγκάθετοι της Τουρκίας είχαν το επάνω χέρι. Σε εκείνα τα τρία χρόνια και οι δυο Κοινότητες κουβαλούσαν όπλα κρυφά, παράνομα και εξόπλιζαν ομάδες, σαν καπετανάτα, τάχα για να προστατευθεί η μία από την άλλη. Λες κι ήταν αντίπαλες φατρίες της μαφίας έτοιμες για ξεκαθάρισμα λογαριασμών.

Με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αρχιεπίσκοπο Μακάριο, να κάνει του κεφαλιού λες κι ήταν απόλυτος μονάρχης. Από τον πρώτο κιόλας καιρό να μη δέχεται τη δημιουργία χωριστών τουρκοκυπριακών δήμων, όπως προέβλεπε  το Σύνταγμα. Και για να μην έχουν απαίτηση οι Τ/κ, κατάργησε εντελώς τις δημοτικές εκλογές στην Κύπρο, οι οποίες γίνονταν κανονικά πριν, στα χρόνια της Αγγλοκρατίας και πλέον διόριζε ο ίδιος (ο βασιλιάς) τους δημάρχους και τους δημοτικούς συμβούλους.

Αυτός πάλι ξαφνικά μια μέρα, χωρίς να ρωτήσει πρώτα έναν «νούσιμο» άνθρωπο, ή την ελληνική κυβέρνηση, ή τον μετριοπαθή αντιπρόεδρό του, Φαζίλ Κουτσιούκ, αποφάσισε να αλλάξει 13 (θεμελιώδη) άρθρα του Συντάγματος και μάλιστα ότι θα το κάνει μονομερώς, αν δεν συμφωνήσουν οι Τ/κ, ασχέτως αν δεν είχε κανένα δικαίωμα να το κάνει. Τέτοιες αυθαίρετες πράξεις αναζητούσαν, σαν προσχήματα, η Τουρκία κι οι Τ/κ εθνικιστές για να καταγγείλουν διεθνώς την Κυπριακή Δημοκρατία και να προσπαθούν να την διαλύσουν, με στόχο τη διχοτόμηση.

Ευτυχώς η διεθνής κοινότητα αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα αποσχιστικά τετελεσμένα της μειοψηφίας του 18% απέναντι στην πλειοψηφία του 80%, γιατί αυτό θα προκαλούσε ένα επικίνδυνο προηγούμενο για ανάλογες αποσχιστικές τάσεις σε πολλές χώρες του κόσμου. Έτσι το Σ.Α. του ΟΗΕ, με το ψήφισμα 186, στις 4 Μαρτίου 1964, εμμέσως πλην σαφώς έδειξε ότι συνεχίζει να αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και τις εξουσίες της, παρά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων.

Στις κρίσιμες ημέρες, μετά που ξέσπασαν τα επεισόδια, η Τουρκία απείλησε με εισβολή, η Σοβιετική Ένωση προειδοποίησε ότι θα απαντήσει σε μια τέτοια τουρκική ενέργεια κι οι Αμερικάνοι προειδοποίησαν την Τουρκία ότι δεν στήριζαν σε καμία περίπτωση επέμβασή της στην Κύπρο, κι ότι θα έμενε μόνη αν της έκανε επίθεση η Σοβιετική Ένωση. Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε ανέλαβαν να το λύσουν παρασκηνιακά οι Αμερικάνοι, σε συνομιλίες ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, με τον απεσταλμένο τους διπλωμάτη Ντιν Άτσεσον. Αρχικά η διαπραγμάτευση κινήθηκε σε μια ξεκάθαρα διχοτομική βάση. Οι Τούρκοι ζητούσαν παραχώρηση κυπριακού εδάφους μεταξύ 21% και 28% στην Τουρκία και με το έδαφος εκείνο να είναι κυρίαρχο (όπως επιμένουν και σήμερα). Κάτι που βεβαίως απέρριψε τόσο η Ελλάδα όσο και ο Μακάριος.

Στο μεταξύ ο Μακάριος είχε φέρει στην Κύπρο ξανά τον Γεώργιο Γρίβα, για να οργανώσει την Εθνική Φρουρά, αφού είχε μοιράσει προηγουμένως όπλα σε διάφορες ομάδες, όπως η ομάδα του Γιωρκάτζη, η ομάδα του Λυσσαρίδη, η ομάδα του Σαμψών κτλ., πάντοτε βεβαίως με τη βάσιμη δικαιολογία της «τουρκοκυπριακής ανταρσίας». Καθώς λοιπόν γίνονταν διαπραγματεύσεις για λύση και παρά τη διαβεβαίωση που ο Μακάριος έδωσε στους Αμερικανούς ότι η Εθνική Φουρά είχε συσταθεί μόνο για άμυνα και όχι για επίθεση εναντίον των Τουρκοκυπρίων, οι Μακάριος και Γρίβας αποφάσισαν, στις 6 Αυγούστου 1964, να επιτεθεί η Ε.Φ. στις τουρκοκυπριακές θέσεις στα χωριά Μανσούρα και Κόκκινα, με τη δικαιολογία ότι το τουρκικό στρατιωτικό προγεφύρωμα στην περιοχή ανεφοδιαζόταν διαρκώς.

Τότε βρήκε η Τουρκία το πρόσχημα που έψαχνε και βομβάρδισε την Τηλλυρία, στις 8 Αυγούστου, με εμπρηστικές βόμβες Ναπάλμ. Σκοτώθηκαν 55 Ελληνοκυπρίοι και τραυματίστηκαν εκατοντάδες. Η Σοβιετική Ένωση, η οποία είχε προειδοποιήσει ότι θα αντιδράσει τον προηγούμενο χειμώνα, δεν αντέδρασε σ’ αυτή την τουρκική επιχείρηση του Αυγούστου, αλλά με πρωτοβουλία των Αμερικανών και των Βρετανών στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, επιτεύχθηκε εκεχειρία.

Η ελληνική κυβέρνηση, του Γεώργιου Παπανδρέου, ξεκίνησε να στέλνει στην Κύπρο μεραρχία από 8,500 άνδρες, με αμερικανικό οπλισμό, εν γνώσει των Αμερικανών και των Βρετανών, οι οποίοι έδωσαν σιωπηρά την έγκρισή τους. Θεωρούσαν ότι έτσι θα διασφάλιζαν την Κύπρο από τον “κομμουνιστικό κίνδυνο”, αφού ο Μακάριος φλέρταρε τότε με τη Σοβιετική Ένωση. Την ίδια στιγμή όμως η μεραρχία άλλαξε δραστικά την στρατιωτική ισορροπία, στο νησί, υπέρ της Ελλάδας. Έπειτα οι Αμερικανοί επανήλθαν στην διαμεσολάβηση θέτοντας στις δυο πλευρές το τελικό σχέδιο Άτσεσον, που πλέον ήταν ξεκάθαρα ετεροβαρές υπέρ της Ελλάδας: Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, παραχώρηση στην Τουρκία εδάφους στην Καρπασία, με μίσθωση για 50 χρόνια, για δημιουργία τουρκικής στρατιωτικής βάσης και αυτοδιοίκηση των Τουρκοκυπρίων στις περιοχές όπου διέμεναν, με σαφώς μειωμένα προνόμια σε σχέση με εκείνα που ζητούσαν και πάντως όχι με κυριαρχικά δικαιώματα.

Ο Μακάριος έσπευσε να απορρίψει αμέσως το σχέδιο, σαν διχοτομικό, κάτι που δυσαρέστησε έντονα τους Αμερικανούς, οι οποίοι θεωρούσαν ότι είχαν κάνει μια παρέμβαση εξαιρετικά γενναιόδωρη για τα συμφέροντα της Ελλάδας, ικανοποιώντας και τον εθνικό πόθο των Ελληνοκυπρίων. Ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, τότε ΥΠΕΞ της Ελλάδας, ψέματα-αλήθεια, ισχυρίστηκε ότι ο Μακάριος του ζήτησε να γίνει αντιβασιλιάς της Ελλάδας, αλλά ο ίδιος του απάντησε ότι κάτι τέτοιο αποκλείεται από το ελληνικό Σύνταγμα.  

Παρά το ναυάγιο του σχεδίου Άτσεσον, η ελληνική μεραρχία παρέμεινε στην Κύπρο για άλλα τρία χρόνια, μέχρι το 1967, όταν ο Γεώργιος Γρίβας αποφάσισε να κάνει άλλη μεγαλειώδη βλακεία: να επέμβει στρατιωτικά η Ε.Φ. στην Κοφίνου, προκαλώντας θύματα ανάμεσα στα γυναικόπαιδα. Η πράξη του προκάλεσε διεθνή κατακραυγή και η ελληνικη χούντα (που είχε στο μεταξύ καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία στην Αθήνα) μάζεψε τη μεραρχία και την μετέφερε πίσω στην Ελλάδα.

Το 1971 ο Γρίβας επανήλθε στην Κύπρο και ίδρυσε την παράνομη οργάνωση ΕΟΚΑ Β’, η οποία ξεκίνησε την τρομοκρατική της δράση με δολοφονίες και απόπειρες δολοφονίας, εμπρησμούς και βομβιστικές επιθέσεις, ενώ ο Μακάριος ίδρυσε το Εφεδρικό Σώμα, για την “υπεράσπιση της νομιμότητας” αφού, εκτός από την ΕΟΚΑ Β’, είχε και τους Έλληνες χουντικούς αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς εναντίον του.

Μέσα σ’ αυτή την άκρως ανώμαλη κατάσταση διχασμού και παραλογισμού των Ελληνοκυπρίων, οι διαπραγματεύσεις για μια λύση του Κυπριακού συνεχίζονταν μεταξύ Κληρίδη και Ντενκτάς και τον Νοέμβριο του 1973 οι Τουρκοκύπριοι δέχτηκαν να επιστρέψουν στην Κυπριακή Δημοκρατία, αποδεχόμενοι τις 12 από τις 13 αλλαγές του Συντάγματος, που ήθελε να κάνει ο Μακάριος. Η μόνη αλλαγή που δεν δέχτηκαν ήταν εκείνη των χωριστών Δήμων. Ο Μακάριος όμως απέρριψε την προσυμφωνία, λέγοντας ότι δε θα δεχτεί ξανά λύση που δεν θα ήταν Ένωση με την Ελλάδα. Πήγε μάλιστα σε ένα μνημόσυνο στη Γιαλούσα και βροντοφώναξε (ο πρόεδρος της ανεξάρτητης Κύπρου) «Ένωσιν και μόνον Ένωσιν!».

Έξι μήνες αργότερα έγινε το πραξικόπημα κι η τουρκική εισβολή, η οποία επέβαλε με βίαιο τρόπο την προσφυγοποίηση πέραν των 200 χιλιάδων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και χώρισε γεωγραφικά τις δύο Κοινότητες σε δύο ζώνες. Για την τουρκική εισβολή κατηγορούμε τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς είτε για συνενοχή είτε για αδράνεια (και βεβαίως ξεχνάμε τη Σοβιετική Ένωση που καταδίκασε μόνο την «ΕΛΛΗΝΙΚΗ εισβολή στην Κύπρο», όπως ονόμασε ο ίδιος ο Μακάριος στα Ηνωμένα Έθνη, στις 20 Ιουλίου του 1974, το χουντικό πραξικόπημα εναντίον του).

Εν κατακλείδι, η Τουρκία κατάφερε να κάνει στην Κύπρο αυτό που ήθελε. Με τις ασύλληπτες ανοησίες του Μακαρίου και του Γρίβα, τους οποίους λατρεύει ακόμη μέχρι σήμερα σαν θεούς μια πολύ μεγάλη (αν όχι αθροιστικά η μεγαλύτερη) μερίδα των Ελληνοκυπρίων. Με την κρυπτοδιχοτομική στρατηγική του λεγόμενου “μακροχρόνιου αγώνα” (της μάσας) και των ψευδοπατριωτικών συνθημάτων, στρατηγική που επέβαλε και περιφρούρησε το μαφιόζικο, διχοτομικό ελληνοκυπριακό κατεστημένο, με τους επιφανείς του αστέρες, τους οποίους επίσης λατρεύουμε ως μεγάλους ηγέτες κι έχουμε τα ονόματά τους να κουδουνίζουν σχεδόν κάθε μέρα μέσα στα αυτιά μας, σε ιστορικές αναφορές και επετείους, σε οδούς, νοσοκομεία και άλλα δημόσια κτίσματα που φέρουν τα “λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους”. Με τη συνδρομή μιας μεγάλης μερίδας της αθηναϊκής πολιτικής και στρατιωτικής ελίτ που, επίσης ανήκει στη συνειδητοποιημένα διχοτομική σχολή σκέψης.

Η Τουρκία ήθελε τη διχοτόμηση από τη δεκαετία του 1950. Ήθελε έλεγχο εδάφους οπωσδήποτε πάνω από 22% και με κυριαρχία. Το 1974 πήρε με ασύμμετρη βία το 36% του εδάφους του νησιού, προφανώς για να δώσει στις διαπραγματεύσεις έδαφος έναντι ανταλλαγμάτων εξουσίας, που θα τους παραχωρούσαμε εμείς. Τελικά, όπως δείχνουν τα πράγματα, η Τουρκία θα επιτύχει όλα όσα επεδίωκε στην Κύπρο, με τη βοήθεια των δικών μας χρήσιμων ηλιθίων, χωρίς να δώσει πίσω ούτε σπιθαμή γης και χωρίς κανένα άλλο αντάλλαγμα. Διότι το ελληνοκυπριακό διχοτομικό κατεστημένο δεν τολμά να συμφωνήσει τη διχοτόμηση (που και το ίδιο επιθυμεί), εξασφαλίζοντας τουλάχιστον επιστροφή εδαφών ή διασφαλίζοντας με κάποιες δικλείδες την εθνική μας επιβίωση σε τούτο τον τόπο, ώστε να μην μας καταπιεί δημογραφικά και οικονομικά η Τουρκία. Ξέρουν πολύ καλά πως, το να συζητάς να ανταλλάξεις τη μισή σου πατρίδα για τον οποιοδήποτε λόγο και σκοπό, είναι προδοσία.

Έχοντας όλα αυτά στο μυαλό μου και βλέποντας, 59 χρόνια μετά την τραγική εκείνη νύχτα, να κάνουν ακόμα, σε τούτο τον δυστυχισμένο τόπο, δηλώσεις, εκδηλώσεις, διαδηλώσεις υπέρ του Μακαρίου ή του Γρίβα και να διαπληκτίζονται μεταξύ τους «Μακαριακοί» και «Γριβικοί», λέω ότι δεν έχουμε σωτηρία. Μόνη μας ελπίδα πλέον ο Θεός.

“Ο Θεός πκιον!”  

Η ανάρτηση στο Facebook

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *