Μεγάλη πίκρα να βλέπεις εκείνους που ορκίζονταν να σε υπηρετήσουν, αντί αυτού, να σε εξευτελίζουν και να αυτοεξευτελίζονται. Όλα αυτά τα ρεζιλίκια που βγαίνουν ένα ένα στην επιφάνεια δεν είναι τίποτα μπροστά στα όσα πραγματικά συνέβησαν. Αν η μπαμπεσιά υπόκειτο στους νόμους της βαρύτητας, τούτο το νησί θα είχε βουλιάξει, όχι μέσα στη θάλασσα που το περιβάλλει, αλλά μέσα στο βόθρο που ξεχειλίζει από παντού.
Όσα βγαίνουν στην επιφάνεια δεν είναι τίποτα μπροστά στα όσα έγιναν. Παρόλα αυτά είναι ακόμη εκεί, όλοι ριζωμένοι στα πόστα τους, να προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, να φορτώσουν στους αντίπαλούς τους, ή και στον κόκορα εν ανάγκη, τις δικές τους ευθύνες. Είναι για κλάματα. Είμαστε για κλάματα. Όλοι. Όχι μόνο γιατί τους ανεχόμαστε, αλλά γιατί σαν κοινωνία τους μοιάζουμε. Λυπούμαι που το λέω, μα είναι αλήθεια. Έχουμε αλλοτριωθεί, έχουμε διαφθαρεί κι η ανοχή μας αντικατοπτρίζει την κατά βάθος συνενοχή μας.
Βγήκαν λοιπόν στη φόρα κι άλλες βρομιές κι έσπευσαν αμέσως οι άλλοι λερωμένοι να κατηγορήσουν ετούτους τους λερωμένους ότι είναι λερωμένοι. Κι είχαν πάλι όλοι το απύθμενο θράσος να πουν τα δικά τους. Εκείνοι που ανήγαγαν το ρουσφέτι σε ύψιστη αξία, που εδραίωσαν την αναξιοκρατία σκοτώνοντας αρετές κι αξίες, που τα έκαναν πλακάκια με το τραπεζικό και οικονομικό κατεστημένο, εκείνοι που έπαιρναν μίζες από ξένες κυβερνήσεις κι εκείνοι που ξέπλυναν τα χρήματα που έκλεψε ο Μιλόσεβιτς από τον ταλαίπωρο λαό της Γιουγκοσλαβίας, εκείνοι που έγιναν εκατομμυριούχοι κάνοντας επάγγελμά τους την πολιτική.
Η προσφορά τους σε τούτο τον τόπο δεν χρειάζεται και πολλή ανάλυση. Πόνος, δάκρυ, αίμα, χαμένες πατρίδες – οι κατεχόμενες πόλεις και τα χωριά μας- ένα νησί μοιρασμένο στα δυο, κατεστραμμένο οικονομικά, με εξαρθρωμένους κι απαξιωμένους τους θεσμούς και τους νόμους. Το χρυσοπράσινο φύλλο το ριγμένο στο πέλαγος, ήταν τελικά φύλλο μπανάνας. Έτσι το κατάντησαν εκείνοι που το διαφέντεψαν.
Μα λέω πως έφτασε πια ο καιρός να πάρουμε μια τεράστια χούβερ, να τους μαζέψουμε όλους ετούτους μέσα στα μαυροσάκουλα μαζί με όλα τα περιττώματα που γέμισαν τον τόπο και να τους πετάξουμε μια για πάντα μέσα στους σκουπιδοτενεκέδες της ιστορίας.