Ανασύρουν φαντάσματα κλεισμένα στη σοφίτα της καχυποψίας μας. Δασείες, ψιλές, οξείες, βαρείες, περισπωμένες, διαλυτικά, εισαγωγικά, ομοιοματικά, κεφαλαία, πεζά, παύλες, κόμματα, άνω τέλειες, άνω και κάτω τελείες, τελείες. Τόνοι και πνεύματα, σημεία της στίξεως μεταμορφωμένα σε σημεία και τέρατα.
Έτσι περάσαν άγονα σαράντα χρόνια. Με τους ταγούς, τους εκλεκτούς, τους λίγους τελοσπάντων κλειδοκράτορες να θησαυρίζουν μες στη δόξα τους ως ταξιάρχες φαντασμάτων της σοφίτας και τους πολλούς να ‘χουν αλλού το βλέμμα τους στραμμένο από φόβο.
Έτσι ξεθώριασε σιγά σιγά κι η ζώσα μνήμη, αφήνοντας παρόλα αυτά μες στην καρδιά τ’ απόσταγμα των όσων ζήσαμε σαν νοσταλγία, σαν μια γλυκειά ψευδαίσθητη, σαν μυρωδιά του γιασεμιού, νύχτες τ’ Απρίλη στην Κερύνεια. Λαθραία σαν την ενοχή, καθώς σου δίνεται τις ώρες σου της μοναξιάς, χωρίς τα φτιασιδώματα των ποιητών, χωρίς το αναλώσιμο κέρινων λόγων.
Σαν προσμονή που την κρατάς στο πιο κρυφό τοπίο των ονείρων σου, στο μη προσβάσιμο σε κλειδοκράτορες, που σέρνουν πίσω τους συντακτικά, γραμματικές και κροταλίζοντα δαιμόνια της σοφίτας…