Άκουσε δω, φιλαράκο. Σε τούτη την “αλυκή” -όπως μας την είπες- γεννήθηκαν κι αναγιώθηκαν γενιές ανθρώπων. Γέλασαν, έκλαψαν, έπαιξαν, ερωτεύτηκαν, ίδρωσαν, μάτωσαν, ονειρεύτηκαν, δέθηκαν με τον τόπο τους και μεταξύ τους ο ένας με τον άλλον. Τούτη η λωρίδα γης δίπλα στη θάλασσα ήταν το σπίτι τους, όλη η ζωή τους.
Ύστερα ήρθαν κάτι ανεύθυνοι πολιτικοί κι άλλοι “παράγοι” και ντόπιοι και ξένοι και βαλτοί και άβαλτοι, “πατριώτες”, “αγνοί”, “ιδεολόγοι”, εξυπνάκηδες, ηλίθιοι και πανηλίθιοι, που ο καθένας μέσα στην “ανιδιοτέλεια” του ήθελε -όπως εσύ- να κυβερνήσει τη χώρα. Όλοι ετούτοι λοιπόν, με τις αποκοτιές τους, μας κουβάλησαν εδώ την Τουρκιά με τα αερόπλανα και τα τανκς της και ξερίζωσαν εκείνους τους ανθρώπους από τα σπίτια, τις γειτονιές, τα στέκια τους, τους φίλους, τους αγαπημένους, από ό,τι σήμαινε γι αυτούς η ζωή. Τους ξερίζωσαν την ίδια τους την καρδιά.
Σαράντα ολόκληρα χρόνια κάτι πολιτικοί όπως και του λόγου σου τους κορόιδευαν ότι μάχονται τάχα μου για τη λύση, για πάνε πίσω ξανά, σε όλα εκείνα που τους άρπαξαν.
Και τώρα έρχεσαι εσύ και τους λες κατάμουτρα ότι όλη τους η ζωή, όλη τους η αγάπη, ό,τι για αιώνες σε κείνο τον τόπο γραφόταν μέσα στο DNA τους, είναι λέει ίσαμε μια λίμνη με άλας!
Ε σαν δεν ντρέπεσαι πια, λέω εγώ! Σαν δεν ντρέπεσαι! Νισάφι!