Χριστούγεννα

2:26 PM | |

Πώς μου ήρθε κι έγραψα αυτό το ποίημα; Ήταν Χριστούγεννα κι έβρεχε πολύ εκείνο το βράδυ, καθώς οδηγούσα στην πόλη. Οι καθαριστήρες σάρωναν στο παρμπρίζ χιλιάδες αστραφτερές σταγόνες διαθλώμενου φωτός απ’ τον διάκοσμο της λεωφόρου. Άνθρωποι με συγκρουόμενες ομπρέλες παρήλαυναν σε γρήγορη κίνηση στο πεζοδρόμιο, ένας μεσήλικας με μια δέσμη μπαλόνια δεμένα στο δεξί του χέρι είχε φρηζάρει κάτω από ένα τυχαίο μπαλκόνι κοιτώντας τον ουρανό, δυο έφηβοι φιλιόνταν μέσα στη βροχή, δηλώνοντας στο Σύμπαν απρόσκοπτα ερωτευμένοι και δίπλα τους, μέσα σ’ εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που πρόλαβα να τον δω, καθώς περνούσε, ήταν εκείνος, ο άγνωστος. ο ξεχασμένος απ’ τον χρόνο κι απ’ τον Θεό, που δεν κρατούσε ομπρέλα, δεν έσπευδε, δεν κοιτούσε αλλού παρά μόνο στο τίποτα, στο πουθενά και περπατούσε. Εκείνος που το ίδιο βράδυ πέθανε. Χωρίς αγκαλιά, χωρίς κατευόδιο, μόνος.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Τα φώτα πιο πολύχρωμα

καθώς παρατηρούσε στο κενό

το μηδέν

και μετρούσε

το τίποτα

σε μιαν αυτόκλητη απολογία

μ’ αναρίθμητα λαμπιόνια

παντού

σε δαιδαλώδη σχήματα

να λοιδορούν το πένθος

που θέλησε ως προεξάρχον αίσθημα

σ’ αυτές τις μέρες που κάποιοι τις ονόμασαν γιορτή.

Στο βάθος άνθρωποι που συνωστίζονταν

τα γέλια τους ηχούσαν ως εκεί

μακάβρια.

Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί

ετσι κι αλλιώς όλα τελείωναν

καθώς μετρούσε τον παλμό που εξασθενούσε.

Ανύποπτα γεννήθηκε

καχύποπτα πλανήθηκε

δεν ενστερνίστηκε ποτέ τις θεωρίες των ανθρώπων

και δεν αγάπησε ποτέ.

Ή μάλλον έτσι νόμιζε. Γιατί στα σύμβολα

που ήδη ζωγραφίζονταν

στους γύρω τοίχους και στα τζάμια

και μες στο φως που σαν χοάνη στροβιλίζονταν

από το βάθος του ορίζοντα

καθώς πλησίαζε

είδε τα μάτια της

και γύρω μύρισε ξανά την ευωδιά της

του χαμογέλασε κι αφέθηκε

κι αποκοιμήθηκε διαπαντός στην αγκαλιά της.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *