Η Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας διερευνά καταγγελίες ότι παιδιά πολιτικών προσώπων και πολιτειακών αξιωματούχων κάνουν τη στρατιωτική τους θητεία στο ΓΕΕΦ. Ο Γενικός Ελεγκτής ωστόσο καταγγέλλει ότι ο Υπουργός Άμυνας, ο (φίλτατός μου) Μιχάλης Γιωργάλλας, σε συνεννόηση (όπως είπε ο ιδιος) με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Νίκο Χριστοδουλίδη, αρνήθηκε να δώσει στην ανεξάρτητη ελεγκτική αρχή τα στοιχεία που χρειάζεται.
Προφανώς δεν τα δίνει για λόγους «δημοσίου συμφέροντος», ναι; Διότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να λουφάρουν στον στρατό τα παιδιά των υπουργών, των βουλευτών, των δημάρχων, των κρατούντων εξουσίες, των κρατούντων χοντρό χρήμα, των κρατούντων γενικώς τον Πάπα από τα αρχ*δια. Τα δικά τους παιδιά είναι τα εκλεκτά και τα δικά μας τα σκάρτα. Πρώτα να βολευτούν τα δικά τους παιδιά κι αν μείνει καμιά θέση κενή, θα κάτσουν και τα δικά μας. Τα δικά μας με τον κόπο τους, τα δικά τους με τον τρόπο τους.
Όλοι αγαπάμε τα παιδιά μας και θέλουμε το καλύτερο γι’ αυτά. Οι περισσότεροι προτιμούμε να στερηθούμε εμείς οι ίδιοι πράγματα που αγαπάμε, παρά να στερηθούν τα παιδιά μας. Γιατί τα αγαπάμε πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο μας ευχαριστεί. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν γίνεται να ξεχνάμε ότι και τα παιδιά των άλλων έχουν ψυχή, όνειρα, δικαιώματα. Ναι, να θυσιαστούμε για τα δικά μας παιδιά, αλλά χωρίς να αδικήσουμε και -με αθέμιτα μέσα- να στερήσουμε ευκαιρίες από άλλα παιδιά, που παλεύουν με όλες τους τις δυνάμεις, με ήθος, με αξία και αξιοπρέπεια, για να πετύχουν ευγενείς στόχους στη ζωή τους.
Στην Κύπρο, όποιος τα καταφέρνει (με τον γνωστό τρόπο που τα καταφέρνουν κάποιοι) να βρεθεί μέσα στο παλάτι της εξουσίας ή έστω στην αυλή, παύει πια να έχει τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους. Γίνεται ξεχωριστός, προνομιούχος. Διότι ναι μεν όλοι οι πολίτες είμαστε ίσοι, αλλά κάποιοι σε τούτο τον τόπο είναι …πιο ίσοι από τους άλλους. Μπαίνει στην κατηγορία των ανώτερων όντων, με τις χρυσές μασέλες και τους χρυσούς κώλους.
Δεν αλλάζει η Κύπρος. Όχι γιατί δε μπορεί αλλά επειδή δε θέλουμε. Έτσι μας έχουν μάθει, έτσι μας έχουν καταντήσει. Δεν με παραξενεύει λοιπόν το γεγονός ότι η είδηση αυτή πέρασε στα ψιλά, ενώ έπρεπε να είχε γίνει πρώτο θέμα στα ΜΜΕ και στα κοινωνικά δίκτυα. Έχουμε συνηθίσει την απαίσια όψη του κακού και το κάναμε κατοικίδιό μας, μέρος της ζωής και της καθημερινότητάς μας. Όποιος έχει εξουσία, πρέπει οπωσδήποτε να βάλει το δάχτυλό του στο μέλι κι όποιος ξέρει κάποιον από αυτούς, τους ανώτερους, τους προνομιούχους, τους εξουσιάζοντες ή τους παρακοιμώμενους της εξουσίας, πρέπει να τον γλείφει, για να έχει ελπίδες να κερδίσει κάτι ο ίδιος και η οικογένειά του, με το «μέσον». Από τον καιρό που ήμουν νήπιο και άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο γύρω μου μέχρι σήμερα που είμαι στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας, η ρουσφετοκρατία στην Κύπρο ζει και βασιλεύει.
Ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης κρίνεται σε κάθε του πράξη, σε κάθε του κίνηση. Ακόμα κι οι πιο σκληροί επικριτές του (στους οποίους ανήκα κι εγώ) ελπίζουμε, για το καλό του τόπου μας, να πετύχει και να διορθώσει τα κακώς έχοντα. Ο ίδιος δεν χάνει ευκαιρία να δείξει ότι είναι παρών και συμμερίζεται όλα όσα ανησυχούν και προβληματίζουν την κοινή γνώμη. Λέει ότι θέλει να αλλάξει την Κύπρο προς το καλύτερο, αλλά δεν πρόκειται να πείσει κανένα συνετό άνθρωπο για την ειλικρίνεια του όταν συμφωνεί μαζί με τον αρμόδιο υπουργό του να προστατέψουν τους προνομιούχους και να καλύψουν τις ατασθαλίες τους, για λόγους «δημοσίου συμφέροντος».
Ελπίζω να μην νομίζει πως μπορεί να διασκεδάζει για πάντα τις εντυπώσεις της κοινής γνώμης, δίνοντας καθημερινά παραστάσεις εντυπώσεων στα θέματα που κυριαρχούν στα πρωτοσέλιδα της επικαιρότητας. Είναι κι οι «λεπτομέρειες», όπως αυτή που καταγγέλλει ο Γενικός Ελεγκτής, εξίσου σημαντικές. Άλλωστε είναι γνωστό πως «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες» και σίγουρα δε θέλει ο κ. Χριστοδουλίδης να βρει αυτόν τον διάβολο κάποια στιγμή μπροστά του, όπως τον βρήκε ο προκάτοχός του.