ΜΑΝΑ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ

11:05 AM | |

Κάποτε έπρεπε να ξαναπάω στην Κερύνεια, από το δρόμο που πηγαίναμε με τους γονιούς μου, όταν ήμουνα μικρός. Από το «πογύριν», που σε φέρνει στη βόρεια ακτογραμμή, πίσω από τον Πενταδάκτυλο, μπαίνοντας από την δυτική του άκρη, εκεί στη Μύρτου κατεβαίνοντας προς τα Πάναγρα.

Ακολουθούσαμε εκείνη την ατέλειωτη, μέσα στην παιδική μου ανυπομονησία, διαδρομή καθώς ο άλλος δρόμος, ο σύντομος, περνούσε μέσα από τον τουρκοκυπριακό θύλακα  και μόνο σε συγκεκριμένες ώρες το πρωί και το απόγευμα μπορούσαν να περάσουν οι Ελληνοκύπριοι με τα αυτοκίνητά τους σε σειρά, σε κονβόι, όπως το λέγανε και με τη συνοδεία της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών. Η Κύπρος είχε ουσιαστικά διχοτομηθεί από τότε.

Για 30 χρόνια, από το 1974, έβλεπα συχνά στον ύπνο μου το ίδιο όνειρο: ότι πήγαινα, λέει, από το σπίτι μου στη Λακατάμια ως την Κερύνεια, με τα πόδια. Μόλις άνοιξαν τα οδοφράγματα, το 2003, πήγα επιτέλους μέχρι το λιμανάκι κι ήταν λες κι ησύχασε η ψυχή μου. Δεν είδα το όνειρο εκείνο ξανά από τότε.  Άρχισα όμως μετά να βλέπω ένα άλλο, συχνά πυκνά μέχρι σήμερα: Ότι  οδηγώ λέει από την Λευκωσία προς τη Κερύνεια, από εκείνο τον άλλο δρόμο των παιδικών μου αναμνήσεων, σ’ ένα ωστόσο άγνωστο τοπίο, αλλόκοτο. Αποφάσισα λοιπόν επιτέλους να κάνω αυτή τη διαδρομή την 1η του Μάη του 2015, σαράντα ένα χρόνια από την τελευταία φορά. Μαζί με την Τόνια και τους φίλους μας, τον Γιώργο και τη Μαρία, ξεκινήσαμε πρωί, για να μας φτάσει ο χρόνος.

Μπήκαμε από το οδόφραγμα του Άη Δεμέτη και πήγαμε κατευθείαν στον Γερόλακκο για να μπορέσω να βρω τα παλιά μου ίχνη. Γερασμένο το χωριό. Ήταν σχεδόν όπως το άφησαν τότε οι νόμιμοι κάτοικοί του. Ελάχιστα τα καινούρια σπίτια και μόνο ο κεντρικός δρόμος μαρτυρούσε μικρή πρόοδο.

Το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα στη Μύρτου, όπως ήταν πριν από την αναπαλαίωσή του.

Συνεχίσαμε προς τον Άγιο Βασίλειο. Ο δρόμος μοναχικός, πανομοιότυπος με τότε. Αλλά το χωριό δεν υπάρχει πια, δεν μπορείς καν να περάσεις από μέσα, είναι στρατόπεδο. Έπρεπε να γυρίσουμε πίσω και να το παρακάμψουμε παίρνοντας για λίγο τον καινούριο δρόμο. Ξαναβγήκαμε όμως στον παλιό για να βρούμε τη Σκυλούρα, κιτρινισμένη ζωγραφιά του χτες, να ξηραίνεται κάτω από τον αδυσώπητο ήλιο του χρόνου. Έπειτα ο Κοντεμένος και πιο κάτω ο Ασώματος, άλλα δυο χωριά που έγιναν απ’ άκρη σ’ άκρη στρατόπεδα.

Σε απόσταση πιο πέρα, εκεί στην άκρη του Πενταδάκτυλου, στη Μύρτου, έπρεπε οπωσδήποτε να δω το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, όπου κάναμε σταθμό κατακαλόκαιρα, στο πανηγύρι, καθώς επιστρέφαμε στη Λευκωσία απ’ τη θάλασσα της Κερύνειας. Ήταν ένας κόσμος γεμάτος χρώματα και χαμόγελα. Εκεί άκουσα τον πρώτο ποιητάρη της ζωής μου, να απαγγέλλει τραγουδιστά τα βάσανα κάποιας Μαρίας από την Λεμεσό που την παράτησε ο Γιαννής, ο άντρας της, για μια Βασιλική απ’ την Ελλάδα.

Μπήκαμε στην αυλή. Δεν είχε ακόμη τότε ξεκινήσει η αναστήλωση και βρήκαμε το μοναστήρι λείψανο. Μόνο τα σχήματα, η εκκλησιά στη μέση με το χαρακτηριστικό καμπαναριό κι το όλο σουλούπι του χώρου γύρω, με τα κελιά των μοναχών και των προσκυνητών ετοιμόρροπα, ήταν ότι επικύρωνε την ζωηρή, αλλοτινή μου μνήμη.  Ένιωσα ξαφνικά πως ο κόσμος που ήξερα πέθανε. Ο Άγιος Παντελεήμονας δεν είναι πια εδώ…

Κατηφορίσαμε στα Πάναγρα. Ο δρόμος μάς έφερε δίπλα στη θάλασσα, στον μακρύ στενό βράχο, που απλώνεται πάνω από εκατό μέτρα κατά μήκος της παραλίας. Όταν ήμουν μικρός, μου θύμιζε δράκο που κοιμόταν στην ακρογιαλιά. Πιο πέρα, στη Βασίλεια, έψαξα μάταια το περβόλι του θείου μου του Κωστάκη, όπου πηγαίναμε συχνά. Οι μεγάλοι κάθονταν και μιλούσαν με τις ώρες κι εγώ περπατούσα πιο πέρα, προς τη θάλασσα, μαζεύοντας κουζούδες κι άλλα αγγεία, που πετούσε μια μικρή εκεί βιοτεχνία που έφτιανε πήλινα.

Έπειτα προχωρήσαμε προς τη Λάπηθο. Την απέραντη πολιτεία του παππού μου, που ξεκινά από τη θάλασσα κι ανεβαίνει ως την κορφή του Πενταδάκτυλου. Στο κοιμητήριο με τους σπασμένους σταυρούς η Μαρία  έψαξε τον τάφο της μάνας της. Δεν τον βρήκε. Ανηφορίσαμε και βρήκαμε το σπίτι της. Ήταν εκεί στ’ αριστερά του δρόμου, πάνω σε μια στροφή. Τσακισμένο, χρόνια εγκαταλελειμμένο κι απ’ τους κατοπινούς του ένοικους. Βγάλαμε φωτογραφίες. Τι άλλο μπορείς να κάνεις όταν γυρνάς στο σπίτι που γεννήθηκες μισό αιώνα από τότε…

Η Διαδρομή που ακολουθήσαμε.

Ανηφορίσαμε κι άλλο. Βρήκαμε την εκκλησιά της Αγίας Αναστασιάς. Από εκεί πίστευα ότι θα έβρισκα και το σπίτι της θείας Μαρούλας, που μας έφυγε λίγους μήνες πριν, σαράντα χρόνια πρόσφυγας στην Ανθούπολη. Εκεί ήταν και το πατρικό του παππού. Προσπάθησα πολύ. Δεν τα κατάφερα να βρω το μικρό δίπατο σπίτι με το περιβόλι του πίσω,  και το δρομάκι δίπλα  να κατηφορίζει μαζί με το κρύο νερό από τις ζωντανές πηγές του Πενταδάκτυλου. Πρέπει οπωσδήποτε να ξαναπάω με τη μάνα μου. Αυτή σίγουρα θα το βρει.

Κατεβήκαμε στην «Αϊρκώτισσα». Τη δική μου θάλασσα, κάτω απ’ το κέντρο του Σπαστρή με την «τουλούμπα» του νερού και το τζουκμπόξ που λάτρευα, άλλοτε με τους Ολύμπιανς κι άλλοτε με τις τρελές «αμφιβολίες» του Μυτιληναίου. Ναι, εδώ το φυσικό τοπίο έμεινε απαράλλακτο, με την ξανθή αμμουδιά, τα βράχια στις άκρες και την θάλασσα που βαθαίνει μόνο όταν την περπατήσεις πολλά μέτρα μέσα. Κοιτώντας την, θυμάμαι όλες τις μέρες, όλες τις ώρες, όλα τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα, όλες τις έγχρωμες μου μνήμες απ’ τα ταραγμένα ασπρόμαυρα late sixties και early seventies αυτής της δύσμοιρης χώρας.  Η  στεριά πίσω μας όμως καμία σχέση. Ο Σπαστρής σβήστηκε σαν εικόνα με κιμωλία σε μαυροπίνακα και το αθώο, άπλετο τοπίο της παιδικής μου ανεμελιάς, διασώθηκε μόνο στα κάδρα της πεισματάρας μου μνήμης.

Το λιμανάκι της Κερύνειας, γραφικό, αναλλοίωτο, σαν τοπίο μεσαιωνικό με επισκέπτες απ’ το μέλλον. Τόσο δικό μου και τόσο ξένο. Όπως και να ‘χει όμως, οπωσδήποτε το θέλω. Ναι, μου είναι εντελώς αδιανόητο τούτη η πόλη να αποκοπεί για πάντα απ’ την ιστορική της συνέπεια. Η Κερύνεια θα παραμείνει ως μια από τις 6 πόλεις της Κύπρου. Της μίας και μοναδικής Κύπρου. Αυτό είναι όρκος!

Δεξιά πάνω στον Πενταδάκτυλο, το Κάρμι και το Πέλλαπαϊς κι έπειτα, στο δρόμο προς την Ακανθού, το Καζάφανι, ο Άγιος Επίκτητος, Άγιος Αμβρόσιος, Καλογραία, τα πιο όμορφά μας χωριά.  Ανάμεσά τους όμως, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, δεν ξέρω κι εγώ πόσα τελικά μετρήσαμε καινούρια χωριά, τουριστικά, που βρίσκαμε στο δρόμο μας το ένα μετά το άλλο.

Έξω απ’ την Ακανθού εγκαταλείψαμε την μάγισσα βόρεια θάλασσα της Κύπρου, που μας συντρόφευε ώρα πολλή, σ’ όλα εκείνα τα χιλιόμετρα από την Κερύνεια. Στρίψαμε νότια. Πήραμε το δρόμο που τέμνει τον Πενταδάκτυλο και περνά από την άλλη, στην πεδιάδα της Μεσαρκάς. Καθώς διασχίζαμε το βουνό, ο τόπος θύμιζε Τρόοδος. Πηχτό πράσινο και πεύκα που μυρίζουν, όπως η ψυχή μας, Κύπρο. Κάτω η Μεσαρκά αχανής καθώς τις άκρες του ορίζοντα τις λεύκαινε το πούσι. Πηγαίναμε όμως σωστά: Λευκόνοικο, Περιστερωνοπηγή, Πραστειό, Γαϊδουράς, Στύλλοι, Έγκωμη, Αμμόχωστος.

Το μνημείο με το τεράστιο κεφάλι του Αττατούρκ στην κορυφή και τον χυτό μπρούτζο να σχηματίζει μορφές εκεί στο ραουνατμπάουντ της εκτός των τειχών πόλης, μου προκάλεσε πρέπει να πω ναυτία. Καλύτερα να μην το βρίσκαμε φάτσα κάρτα μπροστά μας στο τέλος αυτού του προσκυνήματος. Ας είναι όμως. Το πείσμα είναι πολλές φορές καρπός της πίκρας και σε τούτη την ιστορία το πείσμα να σώσουμε την πατρίδα μας είναι την ίδια στιγμή κι η μόνη μας ελπίδα να τα καταφέρουμε.

Οι τόποι που γυρίσαμε, δείχνοντας ταυτότητες στο έμπα και στο έβγα, είναι δικοί μας. Καμία δύναμη στον κόσμο δεν θα με κάνει ποτέ να συμβιβαστώ με τη διχοτόμηση. Αντίθετα, θα κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου, για να ξαναγίνει η Κύπρος μου, η πατρίδα μου απ’ τον Απόστολο Ανδρέα ως τον Ακάμα, μια χώρα, μάνα για όλα τα παιδιά της.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *