Τον τελευταίο καιρό σε είδα πολλές φορές να κάθεσαι μόνος σου στη θάλασσα. Άλλοτε διαβάζοντας ένα βιβλίο κι άλλοτε ατενίζοντας το απέραντο γαλάζιο ως την άκρη του ουρανού. Πάντα σου έδινε δύναμη η θάλασσα, γι’ αυτό την αγαπούσες. Αυτή η καθαρή, η διάφανη θάλασσα του τόπου μας αντανακλούσε μέσα στην ψυχή σου το ήρεμο βλέμμα του Θεού, που εξάγνιζε την καθαρή σου συνείδηση.
Αυτό ακριβώς ήσουν Κωνσταντή. Ένας άνθρωπος με καθαρή ψυχή και καθαρό βλέμμα, μια ήρεμη, θετική δύναμη, που αθόρυβα και ανεπιτήδευτα πέτυχε ό,τι καλύτερο μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος στη ζωή του: να είναι γαλήνιος κι ευτυχισμένος, με την οικογένειά του, με τους ανθρώπους που αγαπά, με τον κοινωνικό του περίγυρο. Να είναι ένας άνθρωπος που τον σέβονται και τον εκτιμούν για τις πράξεις και τον χαρακτήρα του.
Πάντα ευγνώμων για ό,τι σου δόθηκε στη ζωή και πάντα αισιόδοξος, ιδιαίτερα μπροστά στις δυσκολίες, υπήρξες εσύ ο ίδιος πηγή δύναμης, για τους άλλους.
Είμαι σίγουρος ότι αυτές οι σκέψεις έτσι, καθώς κοιτούσες τη θάλασσα, γλύκαιναν την ψυχή σου. «Η ζωή είναι όμορφη», μάς είπες μόλις πριν από λίγες μέρες, έτσι όπως το έφερε η κουβέντα. Χωρίς την παραμικρή υποψία μεμψιμοιρίας στον τόνο της φωνής σου. Ποτέ δε σε άκουσα να παραπονεθείς για τη μοίρα σου. Ποτέ, ακόμη και στα δύσκολα αυτά τελευταία χρόνια, με τα ατέλειωτα πήγαινε-έλα στη Λευκωσία για τις θεραπείες σου.
Στάθηκες παλικαρίσια απέναντι στην ύπουλη αρρώστια. «Θα πολεμήσω, μου είπες μια μέρα στο αυτοκίνητο. Θα πολεμήσω με όλες μου τις δυνάμεις, γιατί θέλω να είμαι μαζί σας». Πολέμησες γενναία και προπαντός με αξιοπρέπεια. Με υποδειγματική αξιοπρέπεια. Δε διανοήθηκες ποτέ να γίνεις βάρος σε κανέναν. Δεν μας έδωσες ποτέ το δικαίωμα να σε λυπηθούμε.
Καθώς σε έβλεπα λοιπόν να κοιτάς σιωπηλός τη θάλασσα, ήξερα πώς έπαιρνες δύναμη για τη μάχη σου με τον καρκίνο, αλλά την ίδια στιγμή ετοιμαζόσουν και για το τέλος. Το αναπόφευκτο τέλος σ’ αυτή την προσωρινή ζωή. Το τέλος που πρέπει να βρίσκει τον άνθρωπο με τη συνείδησή του καθαρή, ότι έπραξε το καλό κι ήταν σωστός απέναντι σε όλους.
Δεν το έπαιξες ποτέ φιλόσοφος στις καθημερινές σου συναναστροφές, είτε με τους φίλους είτε με την οικογένειά σου. Όμως εγώ ξέρω πως είχες ένα βαθύ στοχασμό για το τι είναι ο άνθρωπος, γιατί έρχεται στη ζωή, ποια είναι η αποστολή του, γιατί νιώθει την ανάγκη να κάνει τόσα πολλά πράγματα και γιατί στο τέλος φεύγει αφήνοντάς τα όλα πίσω του. Μιλώντας μαζί μου, κάποτε άφηνες τέτοιους στοχασμούς να σου ξεφύγουν.
Ήξερα λοιπόν ότι δεν ήσουν τυχαίος άνθρωπος, Κωσταντή. Είχες μια βαθιά καλλιέργεια, που σε έκανε άνθρωπο με ήθος, με ενσυναίσθηση, με αρχές και αξίες.
Καλός μαθητής στο γυμνάσιο, ήθελες να μπεις στην Παιδαγωγική Ακαδημία και όντως τα κατάφερες στις εξετάσεις. Όμως οι γνωστές πολιτικές συνθήκες της εποχής και η ευνοιοκρατία, που υποκατέστησε την αξιοκρατία, σού στέρησαν το δικαίωμα. Αυτό ήταν και το μόνο παράπονο που σε άκουσα ποτέ να εκφράζεις. Κατάφερες όμως να εξασφαλίσεις μια θέση στο δημόσιο, στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων. Δουλειά με πολλές δυσκολίες, γιατί απαιτούσε διαρκείς μετακινήσεις και για ένα διάστημα έπρεπε υποχρεωτικά να μετακομίσεις με την Ελένη και τα δυο μικρά σου παιδιά, την Τόνια και τον Τέλη, πρώτα στη Λευκωσία και μετά στη Λάρνακα.
Μετά την τουρκική εισβολή αναγκάστηκες να πηγαινοέρχεσαι τη διαδρομή Παραλίμνι-Λάρνακα για πολλά χρόνια, μέχρι τη συνταξιοδότησή σου. Το έκανες, χωρίς να βαρυγκωμάς, γιατί ήσουν σωστός επαγγελματίας και ακέραιος χαρακτήρας. Δεν καταδέχτηκες ποτέ να ενδώσεις στο δέλεαρ των ανταλλαγμάτων και του ρουσφετιού. Σεβάστηκες το δημόσιο χρήμα και υπηρέτησες ευσυνείδητα την αποστολή σου. Ήσουν ένας κύριος με όλη τη σημασία της λέξης.
Την ίδια στιγμή όμως ήσουν κι ένας άνθρωπος που ήξερε να ζει τη ζωή. Ένας ωραίος άνθρωπος. Η αγάπη σου για τη θάλασσα και το ψάρεμα μοίρασε τον χρόνο της καθημερινής σου ζωής ανάμεσα στη δουλειά και στην ενασχόλησή σου με το αγαπημένο σου χόμπι. Τα πρώτα χρόνια μαζί με τον σύγαμπρο και φίλο σου, Αντώνη Καρά, στη δική του βάρκα, την «Μεγάλη Κυρία» κι αργότερα με την δική σου βαρκούλα, που την ονόμασες «Τέλη».
Έτσι, όπως σε θυμάμαι κι εγώ και πολύς άλλος κόσμος, να ξεκινάς από τους Σκουταρόσπηλιους, να φεύγεις για τα σημάδια σου με τις σκαρκές, να χάνεσαι στη θάλασσα και στον κόσμο σου και να επιστρέφεις έπειτα από ώρες πίσω στην μικρή μας παραλία, για να βγάλεις τη βάρκα έξω στην άμμο. Να χαίρεσαι όταν έπιανες ψάρι, να λυπάσαι όταν δεν τα κατάφερνες, όμως να μην απογοητεύεσαι και να μην τα παρατάς ποτέ. Ακόμα και στα τελευταία χρόνια που η αρρώστια σε είχε καταπονήσει.
Αλλά και στη διασκέδαση ήσουν ωραίος. Σε θυμάμαι πάντα με τα αστεία και τα πειράγματά σου, από τα ξέγνοιαστα εκείνα γλέντια που έφτασα κι εγώ τότε, στο σπίτι της Χριστινούς και του Αριστοτέλη, με όλες τις κόρες, τους γαμπρούς και τα εγγόνια, ή άλλοτε κάτω στη θάλασσα, στην θρυλική καλύφη, με τις εκεί οικογενειακές συνάξεις, μέχρι και τα τελευταία μας τραπέζια, πριν από λίγες εβδομάδες, με τους «Ορφανίδηες»: εσύ, τα αδέλφια σου κι εμείς, η επόμενη γενιά.
Ήσουν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, Κωνσταντή. Στα 37 χρόνια που είμαι κι εγώ μέλος της οικογένειάς σου, δίνω τη μαρτυρία μου ότι ήσουν και σωστός και τίμιος και δίκαιος άνθρωπος. Σκέφτηκα πολλές φορές και το είπα ότι δεν σου άξιζε η ταλαιπωρία που έζησες τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής σου. Όμως από την άλλη λέω πως δεν υπάρχει άνθρωπος σε τούτο τον κόσμο που έζησε χωρίς καθόλου βάσανα.
Οι δοκιμασίες είναι σε όλων των ανθρώπων τις ζωές, ακόμη κι εκείνων που μακαρίζουμε για τα αμύθητά τους πλούτη. Ακριβώς επειδή ήσουν ένας άνθρωπος θετικός, δυνατός, με ευγνωμοσύνη και βαθιά πίστη μέσα σου, πέρασες την ταλαιπωρία χωρίς να βασανιστείς και χωρίς άθελά σου να βασανίσεις την οικογένειά σου. Υπόμεινες, πάλεψες κι έφυγες με το κεφάλι ψηλά.
Αν θεωρούμε άδικο ένας δίκαιος άνθρωπος όπως εσύ να φεύγει νικημένος από μια ασθένεια, είναι γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούμε να καταλάβουμε τίποτα πέρα από την εμβέλεια του πεπερασμένου μας μυαλού. Όπως είπε κάποτε κι ο Σωκράτης, το μόνο πράγμα που ξέρουμε στα σίγουρα είναι ότι δεν ξέρουμε τίποτα. Έχω την πίστη ότι ο Κωνσταντής αναπαύθηκε από την ταλαιπωρία κι η ψυχή του φτερουγίζει τώρα ελεύθερη σε μια άλλη, επόμενη διάσταση.
Άλλωστε, το είπα και πριν, το συμπληρώνω τώρα: έζησε μια ωραία ζωή ο Κωνσταντής. Τα πρώτα χρόνια, λόγω των κοινωνικών συνθηκών, ναι ήταν δύσκολα. Έπειτα όμως έζησε πολλές χαρές, μικρές και μεγάλες και το πιο σημαντικό απ’ όλα: είδε τα παιδιά και τα εγγόνια του να παίρνουν τον δρόμο τους και να προκόβουν. Είχε τεράστια αγάπη για την οικογένειά του, τεράστια αίσθηση ευθύνης να γίνουν τα παιδιά και τα εγγόνια του αυτό που λέμε σωστοί άνθρωποι στην κοινωνία, όπως ήταν άλλωστε κι ο ίδιος. Έφυγε χωρίς να πρέπει να έχει την έγνοια τους. Έφυγε περήφανος, γιατί έκανε και με το παραπάνω το καθήκον του σ’ αυτή τη ζωή, απέναντι στην οικογένειά του και στην κοινωνία, απέναντι στον Θεό και στους ανθρώπους.
Καλό σου ταξίδι στο Φως, αγαπημένε μας Κωνσταντή. Να δώσεις χαιρετίσματα και στους άλλους αγαπημένους μας που πας να συναντήσεις. Στους ωραίους εκείνους ανθρώπους που έφυγαν τόσο νωρίς, τους σύγαμπρούς σου, τον Καρά, τον Καπίλλα, τον Σωκράτη, τον Πανίκο. Στα πεθερικά σου, τον Αριστοτέλη και την Χριστινού και φυσικά στους γονιούς και στα αδέρφια σου: στον Ορφανίδη και την Αντωνού, στον Αδάμο και τη Θεώρα.
Έχεις πολλούς εκεί που σε περιμένουν να ξανασμίξετε, στην αγάπη, στη χαρά, στη διασκέδαση. Να τους πεις ότι δεν τους ξεχνούμε. Τους θυμόμαστε πάντα με αγάπη, όπως θα θυμόμαστε κι εσένα.
Αιωνία σου η μνήμη!
(Ο επικήδειος που είπα σήμερα στην κηδεία του πεθερού μου, Κωσταντή Χατζησολωμού Ορφανίδη, από το Παραλίμνι).