Την ψυχή μου νιώθω ακρωτηριασμένη κάθε φορά που κοιτώ στον Πενταδάκτυλο τη “σημαία”. Τις ανέφελες μέρες, ατενίζω ώρα πολλή τις λεπτομέρειες. Τα χωριά, τα δάση, τις ανακλάσεις που μαρτυρούν την χωρίς εμάς εκεί συνέχεια.
Χρόνια ολόκληρα μέσα στον ύπνο μου περπατούσα, ανακαλώντας παιδικές μου παραστάσεις, από τις άχτιστες ακόμη τότε κοιλάδες δυτικά της Λευκωσίας, να φτάνω στις γαλάζιες μου τις θάλασσες της Κερύνειας. Γύρω μου πράσινο και μυρωδιές, σποραδικές αποτυπώσεις χωριών κι άλλων τοπίων, αρχειοθετημένες ευλαβικά μες στα λευκώματα της ανεξίτηλης μου μνήμης κι έτσι σκαρφάλωνα, ανάλαφρα κι ακούραστα μέχρις απάνω το βουνό κι από τη Λάπηθο μετά ροβολούσα τρέχοντας ως τη θάλασσα.
Άλλοτε πάλι στο παλιό Βολγκσβάγκεν του ΄60, με το ράδιο στα πόδια να παίζει Πουλόπουλο και να κοιτάω μπροστά το τοπίο με τα μύρια χρώματα ανάμεσα σε δάση και λειβάδια και θάλασσες, στον ατέλειωτο δρόμο ως τον Απόστολο, στην άκρη της Κύπρου. Αγαπώ τα παιδιά με τα κοντοτσιάτταλα στο παγκέτο του δρόμου, που γελώντας μάς ραντίζουν νερά με τις πιτσικλίστρες τους του Κατακλυσμού.
Η Κύπρος είναι η μάνα μου και τα παιδιά της είναι όλα τους αδέρφια μου. Δεν με νοιάζει αν μιλάνε ελληνικά ή τούρκικα ή αρμένικα. Θέλω να γελώ με τις χαρές τους, θέλω να κλαίω με τις λύπες τους, θέλω να τους δώσω το χέρι και να τους πω, τελείωσε πια, αδέλφια μου, ο εφιάλτης. Ότι μας πλήγωσε να το φυσήξει μακριά μας ο άνεμος. Να φτιάξουμε απ΄την αρχή ξανά την Κύπρο μας που μας στέρησαν, την Κύπρο μας που τη λατρεύουμε, την Κύπρο μας που μας αξίζει.