Όταν με πήρε τηλέφωνο η μάνα μου, ο παππούς είχε κιόλας φύγει. Δεν τον προλάβαινα πια. Κοίταξα απ’ το παράθυρο τον ουρανό. Τα σύννεφα μαζεύονταν με μια ασυνήθιστη σπουδή… Όταν ξεκίνησα τ’ αμάξι, βαριές σταγόνες πάσκιζαν να μου τρυπήσουν το παρμπρίζ.
Μας το ψιθύρισαν στην κλινική το ραντεβού. Κάπου εκεί ξημέρωμα τον άκουσαν στον ύπνο του να την φωνάζει. Είχε από χρόνια πριν φορέσει τ’ άσπρο της το νυφικό η γιαγιά και τον περίμενε. Ξύπνησε ήρεμος κι απλά τους είπε «φεύγω». Κι έφυγε πριν τον πιάσει η βροχή, πριν του μουσκέψει τ’ ατσαλάκωτο γαμπριάτικο κουστούμι.
Ο δρόμος ήτανε ποτάμι και βάρκες τα αυτοκίνητα σε βαρκαρόλα πένθιμη. Σαν λιτανεία μου ‘φερνε το σκηνικό. Μια λιτανεία παραστάσεων απ’ τα παλιά κι εν πάση περιπτώσει ασορτί με την ψυχή μου. Ήτανε «πλήρης ημερών», γιαυτό και πλήρεις αναμνήσεων εμείς, έπρεπε τώρα να συνυπογράψουμε το τέλος.
«Πού πας;» ξέσπασε με παράπονο η θεια μου, μα αυτός ατάραχος. Ήξερε πως Εκείνη τον περίμενε. Εκείνη! Μια στοργική αγκαλιά που δεν την έδωσε, μια τρυφερή κουβέντα που δεν είπε. Όλα του τα χρωστούμενα τα μάζεψε και πήγε. Σαν έτοιμος από καιρό, με την στερνή του γνώση στα μπαγκάζια.
Για μένα ήτανε άγγελοι κι έτσι θα τους θυμάμαι. Δυο γήινοι άγγελοι, μιας εποχής μου ανέμελης, με πινελιές ασπρόμαυρες, χωρίς τη λεπτομέρεια στις αντιθέσεις. Αυτός ήταν ψηλός και σωματώδης. Εκείνη μικροκαμωμένη κι εύθραυστη. Έτρεχε αυτός, με χίλια έτρεχε, μα εκείνη αδύναμη να ακολουθήσει. Η αύρα γύρω του πετούσε σπίθες. Εκείνη ξέμενε πάντα πιο πίσω να μην την κάψει. Είχε μια αλαζονεία αφεαυτής η τόσο πρόδηλη υπεροχή του.
Μιλούσε αυτός κι εκείνη σώπαινε. Κομπάρσος άλαλος ο ρόλος της σε μια σκηνή, όπου αυτός, ο πρωταγωνιστής, κρατούσε για την πάρτη του το σταριλίκι. Πολλές φορές την πείραζε, για να γελάμε. Όμως εκείνης το χαμόγελο υπέκρυπτε μιαν από χρόνια σμιλευμένη πίκρα. Την πίκρα της υποταγής στην αδιαμφισβήτητη κοινωνικώς υπεροχή του αρσενικού ηγεμόνα.
Τα χρόνια πέρασαν κι εκείνη απόκαμε κι έγειρε για να κοιμηθεί για πάντα στη σιωπή της. Και τότε τρόμαξε. Πρώτη φορά που τον θυμάμαι να τρομάζει. Όλη η αγάπη που φυλάκισε μέσα στο πιο ανήλιαγο μπουντρούμι της καρδιάς του τόσα χρόνια, επαναστάτησε την ύστατη στιγμή και σαν ψυχρός εκτελεστής τον έστησε στον τοίχο. Και ξαφνικά κατάλαβε πόσο πολύ την αγαπούσε. Και ξαφνικά κατάλαβε πόσο είχε ανάγκη να της πει «μη φεύγεις Αθηνά μου, σ’ αγαπώ, μη μ’ αφήνεις!».
Με ένα βιβλίο προσευχές μάταια ξόρκιζε το θάνατο, μη ξεκολλώντας από πάνω της τα μάτια του, την έγνοια του, την ολοφάνερα απέραντη απόγνωσή του. Κι αν ίσως με τις προσευχές του την κρατούσε ζωντανή, ήταν απούσα. Μες στα λευκά σεντόνια της, εκείνη παραιτήθηκε απ’ ό,τι πια την ένωνε με τη ζωή.
Ψυχορραγούσε αμίλητη, μέρες ολόκληρες, χωρίς ούτε και στερνό της το χαμόγελο να του χαρίσει. Ποιος ξέρει τι να της ψιθύριζε μέσα στ’ αυτί, ώρες ατέλειωτες, όταν εκείνη δεν μπορούσε πια να τον ακούσει. Εκείνος ήλπιζε ότι απλώς εκείνη προσποιούνταν πως δεν μπορούσε πια να τον ακούσει. Αθόρυβα και ταπεινά, όπως ήταν στη φύση της, έτσι ξεκίνησε για το στερνό ταξίδι. Μόνη, παρότι αυτός της κράταγε το χέρι.
Εκείνη τον συγχώρεσε. Ήταν ο άντρας της. Σε μια εποχή αλλιώτικη, σκληρή και δύσκολη. Η βιοπάλη, τα παιδιά κι έγνοια τους να τα μορφώσουν. Ο μόχθος ήταν το προσφάι τους. Ρομαντισμοί δεν ταίριαζαν στο σκηνικό τους.
Εκείνη τον συγχώρεσε, που δεν ήταν ο πρίγκηπας, στο παραμύθι της κοιμωμένης καλλονής. Γιατί δεν ήταν πρίγκιπας αυτός, ούτε κι εκείνη πίστευε στα παραμύθια.
Εκείνη τον συγχώρεσε. Εγώ είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Ξημέρωμα ήρθε στον ύπνο του ντυμένη νύφη. Άπλωσε τα χεράκια της, εκείνα τα αδύναμα μικρά χεράκια. «Πάμε, του είπε, κι ο Θεός ντυμένος τ’ άμφια του μας περιμένει. Θα μας παντρέψει, Κώστα. Μην αργείς!»
Τον άκουσαν να την φωνάζει. «Αθηνά…» Στον ύπνο του παραμιλά, είπανε κάποιοι. Όμως αυτός πια ήξερε… Γιαυτό ξύπνησε ήρεμος κι έτοιμος πια, ξεπέρασε τον τρόμο του θανάτου. «Φεύγω» τους είπε. «Φέρτε μου και φορέστε μου τα γαμπριάτικά μου»…
Ήτανε μεσημέρι πια… Από ώρα ψάχνανε η μάνα μου κι οι θειες μου τον παπά, απεγνωσμένα. Αδημονούσε. «Φέρτε τον παπά, γιατί αργεί; Πρέπει να φύγω!» Εκείνη τον συγχώρεσε. Ήθελε να τον συγχωρέσει κι ο Θεός, να σβήσει τα χρωστούμενά του στους ανθρώπους. Κοινώνησε και πέθανε. “Τον αγαπούσε, είπαν, ο Θεός” κι έπιασε αμέσως μια βροχή, που κόπασε για λίγο μόνο στην ταφή του.
Ένας μαρμάρινος σταυρός, με τη φωτογραφία της γιαγιάς και κάτω το σκαμμένο χώμα. Εκεί για πάντα σμίξανε τα σώματά τους.Όμως μες στο ψιλόβροχο, που άρχισε ξανά να πέφτει και μες στο φως που πάσκιζε στο βάθος πέρα του ορίζοντα να διαρρήξει την παχιά και σκούρα μάζα των συννέφων, είδα θολά τις δυο φιγούρες: Ένας ολόλαμπρος γαμπρός ψηλός και σωματώδης, μια μικροκαμωμένη κι εύθραυστη νυφούλα στο πλευρό του… Τη φίλησε και μπράτσο πέταξαν μαζί, σαν περιστέρια κάτασπρα στις εκκλησιές του απείρου.
Cuando me llamó mi madre, mi abuelo ya se había ido. Ya no podría alcanzarlo. Miré el cielo a través de la ventana. Las nubes se acumulaban con una prisa inusual… Al arrancar el coche, gruesas gotas intentaban perforar mi parabrisas.
Nos susurraron la cita en la clínica. En algún momento antes del amanecer, lo escucharon llamarla en su sueño.
Hacía años que mi abuela había vestido su blanco vestido de novia y lo estaba esperando.
Despertó tranquilo y simplemente les dijo “me voy”. Y se fue antes de que la lluvia pudiera mojar su impecable traje de novio.
El camino se había convertido en un río y los coches en barcas en una sombría góndola. Era como un cortejo fúnebre. Un desfile de escenas del pasado, en armonía con mi alma. Estaba “lleno de días”, así que nosotros, llenos de recuerdos, ahora teníamos que firmar su final.
“¿A dónde vas?”, estalló mi tía con reproche, pero él estaba tranquilo. Sabía que Ella lo esperaba. ¡Ella! Un abrazo amoroso que no dio, una palabra tierna que no dijo. Recogió todas sus deudas y se fue. Como si hubiera estado listo durante mucho tiempo, con su última sabiduría en el equipaje.
Para mí, fueron ángeles y así los recordaré. Dos ángeles terrenales, de una época que para mí era despreocupada, con pinceladas en blanco y negro, sin detalles en los contrastes. Él era alto y robusto. Ella, pequeña y frágil. Corría él, siempre corría, pero ella era demasiado débil para seguirlo. Las chispas volaban a su alrededor. Ella siempre se quedaba atrás para no quemarse. Su evidente superioridad tenía una arrogancia propia.
Él hablaba y ella callaba. Un papel mudo de extra en una escena donde él, el protagonista, acaparaba todo el brillo. A menudo la fastidiaba para hacernos reír. Pero su sonrisa ocultaba una amargura tallada a lo largo de los años. La amargura de la sumisión a la indiscutible supremacía social del varón dominante.
Los años pasaron y ella se cansó y se inclinó para dormir eternamente en su silencio. Y entonces él se asustó. La primera vez que recuerdo que se asustó. Todo el amor que había encerrado en el rincón más oscuro de su alma durante tantos años, se rebeló en el último momento y, como un frío verdugo, lo puso contra la pared. Y de repente comprendió cuánto la amaba. Y de repente comprendió cuánto necesitaba decirle “no te vayas, Athina mía, te amo, ¡no me dejes!”
Con un libro de oraciones intentaba en vano conjurar la muerte, sin apartar sus ojos, su preocupación, su desesperación evidente de ella. Y si sus oraciones la mantenían con vida, ella estaba ausente. En sus blancas sábanas, renunció a todo lo que la unía a la vida.
Sangraba en silencio durante días enteros, sin siquiera regalarle su última sonrisa. ¿Quién sabe qué le susurraba al oído durante horas interminables, cuando ella ya no podía oírlo? Él esperaba que simplemente estuviera fingiendo no poder oírlo. Silenciosa y humildemente, como era su naturaleza, comenzó su último viaje. Sola, aunque él le sostenía la mano.
Ella lo perdonó. Era su marido. En una época diferente, dura y difícil. La lucha por la vida, los hijos y la preocupación por educarlos. El esfuerzo era su ofrenda. El romanticismo no tenía lugar en su escenario.
Ella lo perdonó, porque no era el príncipe en el cuento de la bella durmiente. Porque él no era un príncipe, ni ella creía en cuentos de hadas.
Ella lo perdonó. Estoy seguro de eso. Al amanecer, vino a su sueño vestida de novia. Extendió sus manos, sus pequeñas y frágiles manos. “Vamos”, le dijo, “y Dios, vestido con sus vestiduras, nos espera. Nos casará, Kostas. ¡No tardes!”
Lo oyeron llamarla. “Athina…”Ηabla en sueños, decían algunos. Pero él ya sabía… Por eso despertó tranquilo y preparado, superando su miedo a la muerte. “Me voy”, les dijo. “Tráiganme y vístanme con mi traje de novio”…
Ya era mediodía… Mi madre y mis tías buscaban desesperadamente al sacerdote desde hacía tiempo. Estaba impaciente. “Traigan al sacerdote, ¿por qué tarda tanto? ¡Tengo que irme!” Ella lo perdonó. Quería que Dios también lo perdonara, para borrar sus deudas con la gente. Recibió la comunión y murió. “Dios lo amaba”, dijeron, y de repente comenzó a llover, que solo cesó un poco durante su entierro.
Una cruz de mármol, con la foto de mi abuela y debajo la tierra excavada. Allí sus cuerpos se unieron para siempre. Pero en la llovizna, que comenzó a caer de nuevo, y en la luz que luchaba por romper la masa espesa y oscura de las nubes en el horizonte lejano, vi vagamente las dos figuras: Un novio alto y robusto, una pequeña y frágil novia a su lado… La besó y juntos volaron, como palomas blancas en las iglesias del infinito.