-Θυμάσαι, γιε μου, που μας έλεγες ότι κάτι κακό συμβαίνει κι εμείς δεν σου δίναμε σημασία; Έμεινε από τότε μέσα στο νου μου και δεν το ξεχνώ!
Η γειτόνισσα μας στην Πάνω Λακατάμια, η κυρά Φροσού, μεγάλη πια σήμερα στην ηλικία, θυμάται εκείνο το μαύρο πρωί της Δευτέρας, 15 του Ιούλη του ‘74, που ανήσυχος πήγα και τη βρήκα για να της πω ότι κάτι συμβαίνει, αφού η μάνα μου έκανε δουλειές του σπιτιού και δεν μου έδινε σημασία, ενώ ο πατέρας μου είχε φύγει από νωρίς και ήταν ήδη στη δουλειά του, στην Παλλουριώτισσα.
Ήμουν τότε 10 χρόνων κι έπαιζα στη βεράντα. Ήταν λίγο πριν από τις 8:30 το πρωί, όταν άρχισα να συνειδητοποιώ ότι οι εκρήξεις και οι ριπές των οπλοπολυβόλων που ακούγονταν τα τελευταία λεπτά ήταν πολύ πιο έντονες από ότι είχαμε συνηθίσει να ακούμε στη Λακατάμια, όταν γινόταν κάποια άσκηση της Εθνικής Φρουράς. Κοίταξα προς τη Λευκωσία και είδα μαύρους καπνούς στον ουρανό. Τότε ήταν που έτρεξα πρώτα στη μάνα μου…
-Είναι άσκηση, μου απάντησε βιαστικά για να με ξεφορτωθεί, χωρίς να πηγαίνει το μυαλό της στο κακό.
Πήγα στη γειτόνισσα. Ούτε κι αυτή είχε ανησυχήσει. Κατέφυγα … στο ραδιόφωνο, που εκείνη την ώρα μετέδιδε την εκπομπή «Η Ωρα της Γυναίκας» της Μαίρης Κοντογιάννη, από το μοναδικό τότε κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό, το ΡΙΚ. Ξαφνικά το τραγούδι «Το Πουκάμισο το Θαλασσί» που τραγουδούσε ο Νταλάρας, διακόπηκε και το ραδιόφωνο σίγασε.
-Το ράδιο σταμάτησε, φώναξα ακόμα πιο ανήσυχος στη μάνα μου… Κάτι γίνεται σας λέω!
Μέχρι να έρθει κι αυτή στην κουζίνα, άρχισε να παίζει ο εθνικός ύμνος κι αμέσως μετά ακούστηκε η εκφωνήτρια, ταραγμένη αλλά και σκληρή ταυτόχρονα, να λέει ότι «η Εθνικη Φρουρά είναι κυρία της καταστάσεως» και ότι «ο Μακάριος είναι νεκρός». Θυμάμαι με τη καρδιά μου σφιγμένη τη μάνα μου να ξεχύνεται στην αυλή έντρομη και κλαίγοντας, να συναντά τη γειτόνισσα και να κλαίνε μαζί για τη φοβερή αυτή είδηση.
Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου επέστρεψε στο σπίτι πριν από το μεσημέρι διότι επιβλήθηκε κατ’ οίκον περιορισμός. Αργότερα την ίδια μέρα ακούσαμε, ανάμεσα στα ενοχλητικά παράσιτα των μεσαίων κυμμάτων, τη φωνή του Μακαρίου από ένα σταθμό στην Πάφο να μας λέει «γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις… είμαι ζωντανός και είμαι μαζί σου…»
Στις τέσσερις ημέρες που ακολούθησαν θυμάμαι το βαρύ κλίμα, την ανησυχία και την αβεβαιότητα. Θυμάμαι ακόμα ότι ακούγαμε το ελληνικό σχόλιο του “παράνομου ραδιοσταθμού Μπαϊράκ” (τη “φωνή των Τουρκοκυπρίων αγωνιστών» όπως άρχιζε πάντα η εκφώνηση στο ελληνικό του πρόγραμμα) να μας λέει χωρίς περιστροφές ότι η «μητέρα Τουρκία» θα επέμβει για να σώσει τα παιδιά της από εμάς, τους κακούς Έλληνες.
Η πρώτη οβίδα των τουρκικών Φάντομ έπεσε στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, στο Γερόλακκο, ακριβώς στις 5:30 το πρωί του Σαββάτου, 20 του Ιούλη. Τιναχτήκαμε από το κρεβάτι. Ακολούθησαν κι άλλες εκρήξεις. Ο πατέρας μου έτρεξε στο ραδιόφωνο. Τίποτα… Απόλυτη σιγή! Η εκπομπή του ΡΙΚ ξεκινούσε τότε στις 6:00 το πρωί.
Για μισή ώρα δεν ξέραμε τι συμβαίνει. Στις 6:00 όμως, ο πατέρας μου προτίμησε να βάλει το BBC. Πρώτη είδηση: “Turkey has invaded Cyprus…”.
Έπειτα το γυρίσαμε στο ΡΙΚ. Καμία αναφορά στην εισβολή! Η εκπομπή ξεκίνησε όπως και κάθε μέρα με την πρωϊνή γυμναστική και τη φωνή του Βάσου Κωνσταντίνου να μας προστάζει για επικύψεις και ανακύψεις… Αρκετή ώρα αργότερα αποφάσισε η πραξικοπηματική «κυβέρνηση» να ηχήσει τις σειρήνες και το ΡΙΚ να αρχίσει να παίζει πια εμβατήρια και να μεταδίδει «πολεμικά ανακοινωθέντα», καλώντας τους έφεδρους «υπό τα όπλα».
Φύγαμε προς τα βουνά, εκεί όπου δεν μπορούσαν τα τουρκικά μαχητικά να κάνουν βυθίσεις και να βομβαρδίσουν. Από εκείνες τις ημέρες της …εξορίας στο Καλό Χωριό της Κλήρου, θυμάμαι μόνο την απαρηγόρητη ανησυχία που ένιωθα κάτω από τα δέντρα όπου κρυβόμασταν και τον τρόμο τα βράδια, όταν κοιτούσα τον Πενταδάκτυλο απέναντι να φλέγεται.
Γεννήθηκα τον Οκτώβρη του 1964, μέσα στις διακοινοτικές ταραχές που προκάλεσαν την πρώτη διχοτόμηση, την πράσινη γραμμή και τον εγκλεισμό μεγάλων μαζών του τουρκοκυπριακού πληθυσμού σε θύλακες. Η μάνα μου εγκυμονούσε σε μια εποχή που ο πατέρας μου είχε κληθεί σε ομάδες περιφρούρησης, από εκείνες που είχαν τότε δημιουργηθεί για αντιμετώπιση της «τουρκοκυπριακής ανταρσίας»… σε μια εποχή που άλλαξε όχι μόνο την ιστορία αυτού του νησιού αλλά και την καθημερινή μας ζωή, με την ανασφάλεια που προκαλούσε η βία αλλά και ο φόβος μιας ενδεχόμενης τουρκικής εισβολής να ρέει μέσα στις φλέβες των ανθρώπων. Νωπός ήταν ακόμη και ο τρόμος από τον βομβαρδισμό της Τυλληρίας από την τουρκική αεροπορία, τον Αύγουστο του 1964, με βόμβες Ναπάλμ.
Τα χρόνια της νηπιακής και παιδικής μου ηλικίας ήταν η μαύρη εποχή των συγκρούσεων, όχι μόνο ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους αλλά και ανάμεσα στους μακαριακούς και τους αντιμακαριακούς, εντονότερα μάλιστα κατά την περίοδο 1968 – 1974 με τη δημιουργία αρχικά του λεγόμενου «Εθνικού Μετώπου» που έδωσε τη θέση του στην ΕΟΚΑ Β’ το Μάιο του 1970. Οι ανατινάξεις και οι δολοφονίες έγιναν πια μέρος της ζωής μας.
Δεν θα μπορούσα λοιπόν ποτέ να ξεχάσω όλα όσα έγιναν τότε στην Κύπρο. Γιατί πέρασαν μέσα στο παιδικό μου υποσυνείδητο με τρόπο τραυματικό. Ανατριχιάζω όταν σκέφτομαι πόσο πιο έντονα και τραυματικά αποτυπώθηκαν τα γεγονότα στις ψυχές εκείνων των παιδιών αλλά και των ενηλίκων που υπήρξαν μάρτυρες και θύματα της θηρωδίας, που κακοποιήθηκαν και βιάστηκαν, που έχασαν για πάντα αγαπημένα τους πρόσωπα, που έφυγαν από τα σπίτια τους διωγμένοι, που έζησαν για πολλούς μήνες μέσα σε αντίσκηνα, που μάταια περίμεναν για χρόνια με μια φωτογραφία στο χέρι, εκείνους που αγάπησαν, να επιστρέψουν.
Αυτό όμως που με πονά ακόμα τόσο πολύ μέχρι και σήμερα, 38 χρόνια μετά, είναι πως αυτός ο λαός ταλαιπωρήθηκε, βασανίστηκε, πόνεσε, έκλαψε πάνω σε τάφους και ερείπια, κοντολογής αυτός ο λαός υπήρξε άδικα θύμα επειδή κάποιοι ανεπαρκείς, τόσο τραγικά κατώτεροι των περιστάσεων ηγέτες και επίδοξοι ηγέτες του, τον οδήγησαν στον γκρεμό.
Αυτούς όχι μόνο δεν έπρεπε να τους μνημονεύουμε με κατάνυξη σαν μεγάλους ηγέτες αλλά αντίθετα με θάρρος θα έπρεπε να τους είχαμε καταλογίσει τις ιστορικές τους ευθύνες, με τα όσα ελαφρυντικά κι αν είχαν (που είχαν) και να είχαμε προχωρήσει μπροστά με γνώση και επίγνωση των λαθών μας, ώστε στη συνέχεια να είχαμε αποφύγει παρόμοια σφάλματα και να είχαμε πολιτευθεί με σύνεση.
Όχι μόνο δεν το κάναμε, αλλά αντίθετα μείναμε κολλημένοι στο παρελθόν, φτάνοντας στο σημείο να θεωρούμε τα λάθη μας πράξεις πατριωτισμού, με αποτέλεσμα να έχουμε … πατριωτικά υποστεί ήδη την πιο ταπεινωτική ήττα του ελληνισμού σ’ αυτό το νησί, από τότε που έφτασαν εδώ οι πρώτοι Αχαιοί, πριν από πολλούς αιώνες: δηλαδή την διχοτόμηση της Κύπρου και την σχεδόν οριστική πια ενσωμάτωση της μισής μας πατρίδας στην κυριαρχία της Τουρκίας.