Έπειτα από τη συμφωνία ΗΠΑ – Ρωσίας στο Συριακό ζήτημα, ανοίγει ο δρόμος για την ειρήνη στην καταταλαιπωρημένη από τις διεκδικήσεις των μεγάλων δυνάμεων γειτονική μας χώρα. Στους επόμενους μήνες το λεγόμενο “Ισλαμικό Κράτος” θα διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη κι ο χάρτης της Μέσης Ανατολής θα επανακαθοριστεί στη βάση δεδηλωμένων και παρασκηνιακών συμφωνιών μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Σ’ αυτές τις τελευταίες είναι σίγουρο πια ότι διαλαμβάνεται κι η ίδρυση κουρδικού κράτους στις βόρειες περιοχές του Ιράκ και της Συρίας, στο μαλακό δηλαδή υπογάστριο της Τουρκίας.
Η Άγκυρα βρίσκεται αναμφίβολα σε απομόνωση και κάτω από φοβερή πίεση. Μοιάζει να είναι ο “αδύναμος κρίκος” ανάμεσα στους εν δυνάμει ισχυρούς παίκτες της περιοχής, καθώς οι εξελίξεις τρέχουν, με τις μεγάλες δυνάμεις να προσπερνούν αδιάφορα τις διαμαρτυρίες της. Τα περιθώρια του Ερντογάν για ελιγμούς και καπρίτσια στενεύουν. Η πολιτική του έχει αποτύχει οικτρά. Η Τουρκία έχει τώρα μόνο μια επιλογή: Να συνεργαστεί. Μόνο έτσι θα διασφαλίσει τη συμμετοχή της στο νέο γεωστρατηγικό σχεδιασμό, βασικός πυλώνας του οποίου θα είναι και η αξιοποίηση των υδρογονανθράκων της περιοχής.
Η λύση του Κυπριακού είναι απαραίτητη στο σημερινό γεωστρατηγικό πλαίσιο και πρέπει επιτέλους όλοι σε τούτο το νησί, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, να το κατανοήσουμε, αν δε θέλουμε να γευτούμε τις απρόβλεπτες συνέπειες της αυταπάτης ότι μπορούμε εμείς να απορυθμίσουμε τους σχεδιασμούς των ισχυρών της γης.
Πάντως η συμμετοχή της Τουρκίας είναι απαραίτητη, για να διασφαλιστεί η αξιοποίηση των κοιτασμάτων υπό συνθήκες ειρήνης. Αν δε συνεργαστεί, δε θα βρεθεί απλώς εκτός παιχνιδιού. Θα εξαναγκαστεί να συνεργαστεί, με τρόπους που δε θα είναι διόλου ευχάριστοι για τον Ερντογάν και την σημερινή κυβέρνηση της χώρας.
Αν η Τουρκία συνεργαστεί, μέρος του φυσικού αερίου του Ισραήλ και πολύ πιθανόν της Κύπρου θα διοχετευθεί στη χώρα αυτή, όχι μόνο για τους πολιτικούς λόγους που επισημαίνω σε τούτο το άρθρο, αλλά και για πολύ σημαντικούς οικονομικούς λόγους, που έχουν να κάνουν με τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων ανόρυξης και αξιοποίησης των υδρογονανθράκων.
Η διεθνής κοινότητα θα επιδιώξει συνεπώς μια συμφωνία στο Κυπριακό που θα ικανοποιεί και τις δύο κοινότητες, διότι είναι αυτονόητο πως αν η λύση δεν ικανοποιεί και τα δύο μέρη (πολύ περισσότερο αν δεν ικανοποιεί την πλειοψηφούσα κοινότητα του νησιού), το ζητούμενο, που είναι η αξιοποίηση των υδρογονανθράκων σε συνθήκες ειρήνης, δε θα έχει διασφαλιστεί.
Η Κύπρος βρίσκεται τώρα σε σαφώς ευνοϊκότερη θέση σε σχέση με την Τουρκία. Κατ΄αρχάς μέρος των των ποσοτήτων υδρογονανθράκων βρίσκεται στη δική της ΑΟΖ. Έπειτα είναι μία χώρα που διατηρεί άριστες σχέσεις με όλους τους γείτονές της, όπως και με τις μεγάλες δυνάμεις, σε αντίθεση με την Τουρκία που έχει πρόβλημα με όλους. Αυτή τη συγκυρία πρέπει να αξιοποιήσουμε όταν θα βρεθούμε σύντομα μπροστά τις ραγδαίες, καταληκτικές εξελίξεις σε σχέση με το Κυπριακό. Η προσήλωσή μας στις διεθνείς και ευρωπαϊκές αρχές δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί αρνητικά από τη διεθνή κοινότητα. Αντίθετα αποτελούν εξ αντικειμένου την πιο λογική βάση ενός έντιμου συμβιβασμού. Αν η Τουρκία επιμένει σε παράλογους όρους, αυτό θα μεταφραστεί ως πεισμονή της στην εκνευριστική πλέον, για τις μεγάλες δυνάμεις, άρνησή της να συνεργαστεί και θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες.
Βρισκόμαστε στην ευνοϊκότερη από ποτέ συγκυρία για να διασφαλίσουμε ένα καλύτερο μέλλον στις σημερινές και μελλοντικές γενιές. Οι σχεδιασμοί των μεγάλων δυνάμεων θα προχωρήσουν πάντως είτε μ’ εμάς είτε χωρίς εμάς. Ως εκ τούτου, οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου, εφόσον όντως θέλουν να συνδράμουν εποικοδομητικά στις καθοριστικές για το μέλλον αυτού του λαού εξελίξεις, οφείλουν να προσεγγίσουν την προοπτική της λύσης με λογική, σύνεση και συνέπεια. Μόνο έτσι αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο και προοπτικές επιτυχίας η έννοια της διεκδίκησης. Όταν γίνεται επί συγκεκριμένων θέσεων της πλευράς μας στις διαπραγματεύσεις κι όχι απλά αερολογώντας. Με τις αερολογίες αποπροσανατολιζόμαστε από το στόχο. Αντί να γρηγορούμε, βυθιζόμαστε στην ραθυμία της αυταπάτης και μοιραία, σαν τις “μωρές παρθένες” του ευαγγελίου, θα μείνουμε εκτός του “νυμφώνος” του νέου γεωστρατηγικού τοπίου της περιοχής.
Επιτέλους ας αρθούν όλοι στο ύψος των περιστάσεων. Την “ώρα της κρίσεως” πρέπει να επιτύχουμε την καλύτερη δυνατή λύση του Κυπριακού. Το χρωστάμε στους εαυτούς μας και πολύ περισσότερο στα παιδιά μας, που ζουν σήμερα σε μια καταταλαιπωρημένη χώρα, με κουτσουρεμένα τα όνειρα κι αβέβαιο το μέλλον τους. Έχουμε χρέος να τους παραδώσουμε όχι τα χρέη που μαζέψαμε από τις αποτυχίες μας τόσες δεκαετίες αλλά μια πολύ καλύτερη Κύπρο.