Το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς απέρριψε το τελεσίγραφο του Μουσολίνι για παράδοση της Ελλάδας στον στρατό της Ιταλίας.
Οι Έλληνες έφεδροι κλήθηκαν στα όπλα για να πλαισιώσουν έναν καλά εξοπλισμένο στρατό που είχε ήδη αρχίσει από το 1936 να οργανώνεται σε επαγγελματική βάση. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου (1936) είχε γενικά δώσει έμφαση στην τεχνοκρατική αναδιάρθρωση των δομών της χώρας, με διορισμό ικανών επιστημόνων σε καίρια πόστα και ίσως αυτό να ήταν το μόνο καλό για την ανάπτυξη της Ελλάδας, μέσα σε ένα πιεστικό καθεστώς που έμοιαζε πολύ με τον φασισμό/ναζισμό καθώς και με τις δικτατορίες της Ισπανίας και Πορτογαλίας.
Παρά τον σαφέστατο ολοκληρωτικό και εθνικιστικό ιδεολογικό προσανατολισμό του, ο Μεταξάς ήταν επίσης πιστά αφοσιωμένος στην συμμαχία της Ελλάδας με την δημοκρατική Μεγάλη Βρετανία πιο πολύ παρά με τις χώρες του ναζιστικού άξονα και ήταν από τους λίγους στην Ευρώπη που πιστευαν ότι στο τέλος οι Άγγλοι θα νικούσαν τους Ναζί. Συνεπώς η απόφασή του να πει όχι στον άξονα ασφαλώς είχε να κάνει και με αυτό.
Όμως σίγουρα το ΟΧΙ του ανέδειξε την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια των Ελλήνων. Η μεγάλη νίκη του ελληνικού στρατού επί του ιταλικού στην Ελληνοαλβανική μεθόριο αποτελεί τεράστιο σταθμό ιστορικής αναφοράς και δίκαια πρέπει να τιμάται ως μια από τις μεγαλύτερες νίκες των Ελλήνων στην μακραίωνη ιστορία του έθνους.
Η ήττα από τον απείρως ισχυρότερο γερμανικό στρατό, ένα χρόνο αργότερα, ήταν μια αναπόφευκτη εξέλιξη, ωστόσο ακόμη κι αυτή, η καθυστέρηση στην οποία υποχρεώθηκε ο Χίτλερ προκειμένου να αντιμετωπίσει την Ελλάδα, συνέβαλε, όπως υποστηρίζουν κάποιοι ιστορικοί, στον αποδεκατισμό των Γερμανών στη Σοβιετική Ένωση, μέσα στη δριμύτητα του ρωσικού χειμώνα.