Σαν σήμερα, 29 Μαΐου 1453, η Κωνσταντινούπολις, η πρωτεύουσα της πάλαι ποτέ κραταιάς Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έπεφτε στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων και του ηγέτη τους, Μωάμεθ Β’.
Κεντρικό πρόσωπο στην πικρή αυτή μνήμη, είναι η ηρωική και ταυτόχρονα τραγική μορφή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Δραγάση Παλαιολόγου. Του “Μαρμαρωμένου Βασιλιά” των θρύλων, που “θα ανατείλει ένα πρωί από τα νερά του Βόσπορου με τον ασημένιο ήλιο της Λευτεριάς και μαζί με το αρματωμένο Ελληνόπουλο θα χτυπήσει τον Τούρκο και χτύπα – χτύπα θα τον πα πίσω στην κόκκινη μηλιά».
Ο Κωνσταντίνος ανέβηκε στο θρόνο το 1449, τέσσερα χρόνια πριν από την άλωση της Πόλης, όταν πέθανε ο αυτοκράτορας αδελφός του, ο Ιωάννης. Λαός και άρχοντες ήταν τότε βαθιά διχασμένοι. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος όπως κι ο προκάτοχός του Ιωάννης, εργάζονταν για την Ένωση της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας, σε μια απέλπιδα προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν βοήθεια από τη Δύση προκειμένου να αποκρούσουν την ολοένα αυξανόμενη τουρκική απειλή.
Πριν ακόμη γίνει βασιλιάς, ο Κωνσταντίνος τσακώθηκε άγρια με τα άλλα αδέλφια του στον Μυστρά της Πελοπονήσου, επειδή υποστήριζε την πολιτική του αυτοκράτορα αδελφού τους, υπέρ της Ένωσης των Εκκλησιών. Ο διχασμός είχε φτάσει στα άκρα. Αρκετοί διανοούμενοι ήταν υπέρ της αυτοκρατορικής πολιτικής, αλλά η Εκκλησία ήταν σφόδρα εναντίον και παρακινούσε το λαό προκαλώντας αντιπολιτευτική έξαρση.
Παρά το γεγονός ότι, με βασιλική παρέμβαση, τοποθετήθηκε πατριάρχης που ήταν υπέρ της Ένωσης των Εκκλησιών (ο Ισίδωρος) η μεγαλύτερη μερίδα του κλήρου έκανε εκστρατεία εναντίον του αυτοκράτορα. Ήταν τότε που κυκλοφορούσε το σλόγκαν “καλύτερα τούρκικο φέσι, παρά η παπική τιάρα”. Πολλοί μάλιστα είχαν εγκαθιδρύσει και “παρά φύσιν” (όπως καταγγέλθηκαν) σχέσεις με τους άρχοντες του Μωάμεθ.
Εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν επίσης διάφορες ούτω καλούμενες “προφητείες” οι οποίες προέβλεπαν την πτώση της Πόλης και το τέλος του κόσμου. Αυτές επηρέαζαν βαθιά τον αμόρφωτο λαό, που αφηνόταν ολοένα και περισσότερο στην ιδέα ότι ήταν προτιμότερο να έρθει ο Τούρκος, να αποτρέψει τα …”προδοτικά” σχέδια του αυτοκράτορα για την Ένωση.
Ενώ λοιπόν ο Μωάμεθ προετοίμαζε την τελική του επίθεση κι ο Κωνσταντίνος -αποφασισμένος να υπερασπίσει την βασιλεύουσα- προετοίμαζε την άμυνα της Πόλης, οι Ανθενωτικοί πίσω του τον υπονόμευαν. Μάλιστα ο Γεώργιος Σχολάριος τοιχοκολλούσε εγκύκλιο που αναθεμάτιζε τον αυτοκράτορα. Μετά την άλωση, ο Μωάμεθ Β’ διόρισε τον Σχολάριο Πατριάρχη και αρχηγό των Ορθοδόξων, παρέχοντάς του προνόμια.
Ο Κωνσταντίνος πολέμησε σαν ένας απλός στρατιώτης δίπλα από τους μαχητές που υπερασπίζονταν την πόλη, αλλά πίσω από την πλάτη του κάποιοι άνοιγαν την κερκόπορτα για να μπει από εκεί το τουρκικό ασκέρι. Μετά την άλωση κι όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέλαβε όλη την έκταση του πάλαι ποτέ Βυζαντίου, ο “αιρετικός” αυτοκράτορας έγινε θρύλος και τον τραγούδησε ο λαός ως μπροστάρη στην απελευθέρωση που θα έρθει “πάλι με χρόνια με καιρούς”. Ωστόσο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν είναι άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι άγιος για τους Ελληνόρυθμους Καθολικούς κι αυτό έχει τη σημασία του.
Εν κατακλείδι επισημαίνω ότι υπήρχαν και τότε δύο σχολές σκέψης για την αντιμετώπιση του κρίσιμου εθνικού ζητήματος. Από τη μια ήταν εκείνοι που ήθελαν ένα έντιμο συμβιβασμό (με τη Δύση) και προσπαθούσαν να τον διαπραγματευτούν κι από την άλλη εκείνοι που απέρριπταν ένα τέτοιο συμβιβασμό ως προδοσία, δηλητηρίαζαν την κοινή γνώμη με απαισιοδοξία, αρνητισμό και καταστροφικές προφητείες για το τέλος της Κωνσταντινούπολης, προετοιμάζοντας έτσι ουσιαστικά το λαό να δεχτεί, σαν μοιραία, την επερχόμενη άλωση.