Χόρευαν με τα χέρια ψηλά σαν να προσπαθούσαν να πιάσουν ουρανό, άλλοτε με τα μάτια κλειστά κι άλλοτε μαγνητίζοντας το αντικείμενο του φλερτ τους. Τρελαμένοι, ζαλισμένοι, αφημένοι σε μια γλυκιά λήθη, που τους χάριζε μια πρόσκαιρη χαρά. Οι νεαροί Λιβανέζοι, στο παραλιακό μπαράκι του Πρωταρά, την έβρισκαν απόλυτα με τα ελληνικά σουξεδάκια κι ας μην ήξεραν τα λόγια.
Μπροστά στα μάτια τους μια πανέμορφη, γαλάζια θάλασσα, ασάλευτη, κρυστάλινη, που νόμιζες πως μπορούσες να την περπατήσεις, να φτάσεις με τα πόδια ως την άλλοτε ξακουστή πρωτεύουσα του Λιβάνου, τη Βυρητό, το Παρίσι της Ανατολικής Μεσογείου, αν θυμάστε πως έτσι την έλεγαν κάποτε. Τότε στις δόξες της, στα sixtees και στα seventees, μια πόλη όνειρο, με τουρισμό, με τέχνες και πολιτισμό.
Κι ύστερα ήρθαν οι σφήκες. Ν’ αρπάξουν το μέλι της εξουσίας. Με προφάσεις πολιτικές και θρησκευτικές έσπειραν τη διχόνοια και θέρισαν τον θάνατο, με έναν εμφύλιο που κράτησε 15 χρόνια. Κι όταν αυτός τελείωσε, τη ρημαγμένη χώρα άρχισε να τρώει το σαράκι της διαφθοράς. Την έφαγε ως το κόκαλο. Ένας ολόκληρος λαός βρέθηκε από το φως στο σκοτάδι, από τα μεγαλεία στη συμφορά και την απόγνωση κι από νοικοκύρης κατάντησε τρωγλοδύτης. Τον κατάστρεψαν πολιτικάντηδες, μουλάδες, παπάδες, κλεφταράδες του κερ*τά. Όμοια καθώς και το λαό της Συρίας, για όσους θυμάστε λίγα χρόνια πριν τη Δαμασκό.
Καθώς κοιτούσα τους αποποιηθέντες τα προβλήματα του κόσμου νεαρούς Λιβανέζους, σκέφτηκα πως για να ‘ναι δω -καλή τους ώρα- και να περνάνε τόσο καλά -και πάντα έτσι να περνάνε, το καλό του κόσμου θέλουμε και τη χαρά του- θα πει ότι αυτή ανήκουν στην τάξη των λίγων προνομιούχων και εχόντων.
Και τότε σκέφτηκα με τρόμο πώς στη θέση του λαού του Λιβάνου, που ζει τραγικά τις συνέπειες μιας απόλυτης καταστροφής, θα μπορούσε να ήμασταν εμείς. Ή μπορεί να είμαστε εμείς οι επόμενοι. Γιατί κι εμείς εδώ έχουμε να τρέχει άλυτο ένα επικίνδυνο πολιτικό πρόβλημα, με μια Τουρκία να διατηρεί ακόμη το επεμβατικό δικαίωμα που της δώσαμε το 1960. Γιατί έχουμε κι εμείς εδώ τους σφήκες που αρπάζουν και τρώνε το μέλι, έχουμε κι εμείς τους διεφθαρμένους που έχουν καταληστεύσει τα δημόσια ταμεία κι έχουν υπονομεύσει το μέλλον και την ευημερία μας σ’ αυτό το νησί.
Μην εφησυχάζετε, μην ζείτε με αυτή την περίεργη βεβαιότητα ότι εμάς εδώ δεν μας πιάνει τίποτα, όταν γύρω μας αφανίζονται λαοί. Δύο είναι τα θανάσιμα προβλήματα αυτής της χώρας και πρέπει να τα λύσουμε και τα δύο. Το Κυπριακό και η Διαφθορά. Πρέπει να τα λύσουμε και τα δύο! Αλλιώς θα κινδυνεύουν τα παιδιά μας να ζουν αύριο στο σκοτάδι και στην απόγνωση, χωρίς όνειρα, την ίδια στιγμή που τα παιδιά εκείνων που ληστεύουν και καταστρέφουν αυτή τη χώρα, θα χορεύουν ξέγνοιαστα σε μπαράκια της Μυκόνου και της Σαντορίνης.