ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: Μετέφερε οπλοπολυβόλο τύπου Μπρεν.
ΠΟΙΝΗ: Θάνατος δι’ απαγχονισμού.
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Έχεις να είπης τι διατί να μην σου επιβληθεί ποινή;
ΕΥΑΓΟΡΑΣ: Γνωρίζω ότι θα μου επιβάλετε την ποινήν του θανάτου. Εκείνον όμως το οποίον έχω να είπω είναι τούτο: Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτε άλλο.
Η ποινή εκτελέστηκε στις 12 τα μεσάνυχτα της Τετάρτης 13 Μαρτίου 1957 προς την Πέμπτη και η σορός του ετάφη στο κοιμητήριο των φυλακών μία ώρα αργότερα μακριά από τη φροντίδα της μάνας, του πατέρα και όσων αγαπούσαν ή θέλησαν να τιμήσουν τον νεκρό…
Φυλακισμένα Μνήματα. Ένας τόπος ιερός… Ακούμε γι’ αυτά από τον καιρό που ήμασταν μωρά παιδιά. Ο όρος δεν μας κάνει πια εντύπωση. Κι όμως… “Φυλακισμένα Μνήματα”; Δηλαδή; Το κοιμητήριο των Κεντρικών Φυλακών. Eκεί όπου οι Άγγλοι κατακτητές έθαψαν τους ήρωες που έδωσαν για την λευτεριά της πατρίδας μας ότι πιο πολύτιμο είχαν: τη ζωή τους. Δεν επέτρεψαν στους γονείς τους να πάρουν και να κηδέψουν τα σεπτά τους σώματα. Ακόμη και νεκρούς τους ήθελαν φυλακισμένους.
Εκεί θάφτηκε και ο 19χρονος Ευγόρας Παλληκαρίδης. Δίπλα από τον Γρηγόρη Αυξεντίου και με άλλα 11 ακόμη παλληκάρια μαζί.
Εκείνο το βουβό βράδυ, μεσάνυχτα της 13ης προς 14η Μαρτίου 1957, ο Ευαγόρας περίμενε τους δεσμοφύλακες. Όλοι ήταν ξύπνιοι στα άλλα κελιά. Του έστελναν κουράγιο, με πατριωτικά τραγούδια και συνθήματα, για να μη λυγίσει…
Ήταν εκείνο το βράδυ που ακούστηκε στεντόρεια η φωνή του μέσα από το μικρό δωμάτιο της αγχόνης: “σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή…” κι έπειτα ο φοβερός ήχος της καταπακτής που ανοίγει…
Ήταν εκείνη η στιγμή που ο Ευαγόρας, ο ποιητής, ο αιώνιος έφηβος της ελευθερίας, πέταξε σαν περήφανος αετός στους ουρανούς κι έγινε αθάνατος.