Καθώς γράφω τις σκέψεις μου στα κοινωνικά δίκτυα για το εθνικό μας ζήτημα, όλο και πληθαίνουν τον τελευταίο καιρό εκείνοι που, μη έχοντας επιχειρήματα, καταφεύγουν στη γνωστή μέθοδο της δολοφονίας χαρακτήρων.
Κάθε λίγο και λιγάκι λοιπόν όλο και κάποιος από τον συρφετό της άρνησης, της συνωμοσιολογίας, της καχυποψίας και του φόβου, θα βγει κάτω από τις αναρτήσεις μου για να μου πει, με θράσος χιλίων πιθήκων, ότι πληρώνομαι για να γράφω αυτά που γράφω.
Αυτό το πράγμα ξεπερνά τα όρια του αίσχους. Επειδή κάποιοι προφανώς είναι οι ίδιοι όπως τους “κουκουμάδες”, δηλαδή πρέπει να τους βάλεις λεφτά για να λειτουργήσουν, νομίζουν ότι έτσι είμαστε όλοι. Ε λοιπόν εμείς είμαστε μιας άλλης σχολής. Δεν έχουμε σχέση με τη δική τους ιδιοτελή αντίληψη. Δεν θέλουμε τα ριάλλια κανενός για να υπηρετήσουμε τον τόπο μας και τη συνείδησή μας.
Σε μια μικρή κοινωνία όπως η δική μας, ο βίος και η πολιτεία του καθενός μας είναι γνωστά. Η έξωθεν καλή ή κακή μαρτυρία για τον καθένα μας εύκολα ή δύσκολα μπορεί τελικά να εντοπιστεί, ακόμη και μέσα στην αμμοθύελλα της κακοήθειας, του κουτσομπολιού και της απατεωνιάς.
Από την άλλη καταλαβαίνω ότι δεν μπορεί να τα βάλει κανείς εύκολα με τους φορείς της καχυποψίας, του μισανθρωπισμού, του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Δεν μπορεί κανείς να κρατήσει μπούσουλα μέσα στην τρικυμία του μυαλού τους.
Θα το περάσουμε κι αυτό. Αξίζει τον κόπο. Διότι πρόκειται για την πατρίδα μας που αγαπούμε, πρόκειται για εμάς τους ίδιους και κυρίως για τα παιδιά μας.